Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Νικου Γ. Ξυδακη. Καθημερινή 25/1/2009

Πριν από τέσσερις-πέντε δεκαετίες, όχι και τόσο παλιά δηλαδή, η φτωχή Ελλάδα υποδεχόταν το τουριστικό της θαύμα, αθώα και ειδυλλιακή. Ηταν η επιτομή της γραφικότητας, η χαρά του ανθρωπολόγου. Στα χωριά εδέσποζαν ο χωροφύλακας και ο παπάς, οι δημογέροντες του καφενείου, παιδιά κουρεμένα γουλί, γυναίκες ακαθορίστου ηλικίας με μαντίλες. Οι άνδρες άφαντοι· τους είχε καταπιεί η μετανάστευση.

Σταδιακά, οι άνδρες σταμάτησαν να μεταναστεύουν στη Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική, οι δουλειές αβγάτιζαν στην ντόπια ανοικοδόμηση και στον τουρισμό, η αστυφιλία ερήμωσε τους δημογεροντικούς καφενέδες και γέμισε τα δυάρια και τριάρια, οι επήλυδες πρώην αγρότες ανακάλυψαν νέα επαγγέλματα: θυρωροί, κλητήρες, ψιλικατζήδες, λαχειοπώλες, τρικυκλατζήδες, μπακαλόγατοι – ό,τι σήμερα ονομάζεται ευσχήμως γραφειοκρατία και παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών. Η ύπαιθρος ερήμωσε, οι μπαξέδες έγιναν χέρσα αγροτεμάχια, τα χορτολιβαδικά μεταλλάχθηκαν σε οικόπεδα, η τηλεόραση εκσυγχρόνισε τα ήθη και ισοπέδωσε τις ντοπιολαλιές, το ουίσκι των επιδοτήσεων παραμέρισε το τσίπουρο και τα στυφόκρασα.

Παρομοίως, στα άστεα, δηλαδή στο ένα και τεράστιο Αστυ. Οι καφενέδες με πρέφα και ντεμπισίρι αντικαταστάθηκαν από καφετέριες φραπέ και φρέντο, οι δρομίσκοι ξεχείλισαν Ι.Χ. με δόσεις, οι λουτρομπιντέδες του Μάριου Χάκκα έγιναν τζακούζι σε αποικίες από μεζονέτες, η Ελλάς έπλεε πλησίστιος στη νεωτερικότητα των ευρωπαϊκών πακέτων.

Επιδοτούμενη ευημερία και εκσυγχρονισμός. Με ευρωπαϊκό χρήμα, με δανεικό χρήμα, με μαύρο χρήμα, με μαύρη εργασία μεταναστών. Μεταναστών; Ναι, η Ελλάδα εισάγει πια μετανάστες· οι γειτονικές χώρες, και οι πιο μακρινές, στέλνουν ανθρώπους πολύ φτωχούς, φτωχότερους από τους Ελληνες. Οι φτωχοί μετανάστες προσφέρουν άφθονη μαύρη εργασία, φτηνή, που μπαλώνει τρύπες και καλύπτει αδυναμίες. Η Ελλάς ευημερεί και με αυτούς, ξεκοκκαλίζοντας επιδοτήσεις, μαύρο χρήμα, αποταμιεύσεις, εφάπαξ, οικόπεδα, δάνεια και κυμαινόμενο επιτόκια... Χωρίς να το καταλάβει, τα έχει φάει όλα, ξεπουλάει έπιπλα και ασημικά, δανείζεται κι άλλο, κι άλλο... Και – Και ύστερα ήρθε η κρίση. Σαν θύελλα. Οικονομική, κοινωνική, πολιτική, συστημική. Οι πόλεις ξεχείλισαν μετανάστες και πρόσφυγες, απόκληρους και πρεζάκια, ζητιάνους και παιδιά των φαναριών· η νομαδική φτώχεια δεν κρύβεται. Μαζί της αναδύεται και η νέα φτώχεια των ιθαγενών· οι μεγαλωμένοι με υποσχέσεις ευημερίας αντικρίζουν ένα περίκλειστο σύμπαν που όταν δεν τους αποκλείει στις παρυφές με τους γκασταρμπάιτερ, τους στριμώχνει σε τόσες δα χαραμάδες, στη χαραμάδα του βασικού μισθού, στην υπερεργασία, στην επισφάλεια, στον δανεισμό. Στη διάψευση.

Διάψευση. Το 2009, τα ασανσέρ της κοινωνικής ανόδου, της επιχειρηματικότητας, μιας οποιασδήποτε κινητικότητας, τέλος πάντων, έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, μονίμως στο Off. Kαι οι σκάλες είναι κατειλημμένες από τέκνα, σόγια και ημετέρα πελατεία. Η πανεπιστημιακή μόρφωση, αποκτημένη με κόπο και χρήμα, πτυχίο, μάστερ, διδακτορικό, δεν ενεργοποιεί το ασανσέρ, τα βιογραφικά σωριάζονται σε συρτάρια και mailbox, δεν ανοίγουν θύρες· οι θύρες μισανοίγουν μόνο με μέσον.

Οποιος βγαίνει «έξω», πανεπιστημιακός μετανάστης, αν πετύχει καλές σπουδές και ειδίκευση, θα βρει μια καλή δουλειά, ανάλογη των προσόντων του. Δεν γυρνάει. Αν γυρίσει, τραβιέται σε άσκοπα ίντερβιου, απογοητεύεται, ξαναφεύγει. Ή μισοβολεύεται, μένει, και σιχτιρίζει.

Γυρνάω το βλέμμα στα ’80s. Εως τότε, το πτυχίο οδηγούσε σε μια δουλειά, ένα επάγγελμα, μια καριέρα. Υπήρχε ένας στοιχειώδης παραγωγικός ιστός, ο αγροτικός τομέας δεν είχε αποδιαρθρωθεί εντελώς, ο τουρισμός και η οικοδομή πρόσφεραν θέσεις εργασίας και εισόδημα, οι υπηρεσίες είχαν περιθώρια ανάπτυξης. Οι νέοι μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι επέστρεφαν στις επαρχίες τους και πρόκοβαν, ζούσαν καλύτερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. Μια μειοψηφία μόνο επιθυμούσε να μπει στο Δημόσιο και να πορευτεί με τους γλίσχρους μισθούς του· το επέλεγαν φιλόλογοι, φυσικομαθηματικοί και γυμναστές, ίσως και μερικοί των οικονομικών· όλοι οι άλλοι αναζητούσαν τύχη στο ελεύθερο επάγγελμα και στον ιδιωτικό τομέα.

Από το ’90 και μετά, εκλείπει και αυτή η δυνατότητα. Η υπερπροσφορά μαύρης, φτηνής εργατικής δύναμης από τα πλήθη των μεταναστών, η επέλαση της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και των ιδιωτικοποιήσεων, η απίσχνανση παραδοσιακών παραγωγικών δομών, η κατίσχυση ενός άπληστου καταναλωτικού ήθους, η απαξίωση των πτυχίων και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, η υπερσυγκέντρωση στις κατασκευές και στο εμπόριο, όλα μαζί προκαλούν κατάρρευση των μικρομεσαίων στρωμάτων. Καταρρέουν οι υλικές προϋποθέσεις, καταρρέει ο ορίζοντας προσδοκιών, καταρρέει το πλαίσιο αξιών. Τα γράμματα δεν οδηγούν στα άρματα: όχι άνοδο και πλούτο, αλλά ούτε καν μια ήσυχη θεσούλα δεν προσφέρουν.

Εως πρόσφατα, όσοι πήγαιναν «έξω» ονειρευόντουσαν το εδώ, την πατρίδα, τη σωματική σχέση με την εστία, τη φύση, την οικογένεια και τους φίλους. Επέστρεφαν. Και μαζί έφερναν το δυναμικό τους, τη γνώση του έξω, τον κοσμοπολιτισμό μαζί με έναν υγιή πατριωτισμό. Οχι πια. Οσοι πάνε έξω για κάτι παραπάνω από μονοετές μάστερ σε βρετανική φάμπρικα, είπαμε: Μένουν εκεί. Και νοσταλγούν την Ελλάδα ως τόπο διακοπών, ως γραφικότητα.

Πολύ περισσότερο: Τώρα ακούω όλο και συχνότερα τους ίδιους τους νέους να θέλουν να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν. Και οι γονείς τους τι κάνουν; Τους συμπαραστέκονται. Εξάγουμε μυαλά, τα καλύτερα μυαλά, τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας. Ξαναγυρνάμε ειρωνικά και τραγικά, αντεστραμμένα, στο ’50 και το ’60, μείον την ελπίδα: στη γραφικότητα μιας χώρας γερόντων και δημογερόντων, χωρίς μυαλά, χωρίς νιότη. Η Ελλάδα του 2020 δείχνει από τώρα το πρόσωπό της: χωροφύλακες, θυρωροί, σεκιούριτι, ντελίβιρι, λιμενοφύλακες, τσιτσερόνε, γκαρσόνια, ημιαπασχολούμενοι, χασομεράνε σε απέραντα καφενεία μη καπνιστών. Είναι το ίζημα του ελληνισμού. Ο αφρός βρίσκεται στη Διασπορά.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ

Aργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει το χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο “ι”
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει την βεβαιότητα, για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.

Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕΝ

1893. Πρώτη του Δεκέμβρη και κι ο Χαρίλαος Τρικούπης εκστομίζει στη Βουλή την ιστορική φράση "Δυστυχώς επτωχεύσαμεν".
Στα 113 χρόνια που ακολουθούν οιπρωθυπουργοί της Ελλάδος διαχειρίζονται την φτώχεια μας με μεγαλύτερη ... φαντασία.
Εσωτερικοί και εξωτερικοί δανεισμοί, ελλείμματα, κόκκινα ταμεία, καμμένη γη, φως στο βάθος του τούνελ, υποτιμήσεις νομισμάτων και νοημοσύνης, δημιουργική λογιστική κι επιτηρήσεις.
Κι αυτή η ρημάδα η οικονομία να ντοπάρεται (λες και παίρνει ληγμένα) και να μας τάζει διαρκώς πως θα ορθοποδήσει. Και μεις -μπλεγμένοι για τα καλά πια στα γρανάζιά της- να εκχωρούμε κομμάτια από την λιγοστή ποιότητά της ζωής μας, ποντάροντας στο μέλλον, που χαμογελά σαρδόνια.
Σαν παίκτες σε καζίνο που ακούνε τις στατιστικές αλλά ακολουθούν τον εθισμό τους.
"Επειδή δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα να υποτιμηθεί, υποτιμάται διαρκώς η ποιότητα της ζωής" είπε σε μία κρίση ειλικρίνειας προχθές ανώτατος οικονομικός παράγων.
Απο το ιστολογιο oistros


Είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να πράξει τα αυτονόητα:
Περιστολή των δαπανών και αύξηση των εσόδων.
Πρέπει να πέρνουμε μέτρα όταν μας το επιτρέπουν οι δημοσκοπήσεις; ή περιμένουμε το Δ.Ν.Τ.;

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ










Έφυγε στις 7/1/2009 από τη ζωή η Μαρία Δημητριάδη, η ερμηνεύτρια που συνέδεσε τη φωνή της με τα έργα των Θεοδωράκη, Μικρούτσικου και Μαρκόπουλου.
Η Δημητριάδη ήταν 58 ετών . Γεννήθηκε στον Ταύρο, όπου τη δεκαετία του '70 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος. Μαζί με την αδελφή της, Αφροδίτη Μάνου, γνωρίζει σε πολύ νεαρή ηλικία τον Μίκη Θεοδωράκη και αρχίζει να μελετά εντατικότερα για το τραγούδι.
Η αρχή της καριέρας της
Η πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία έρχεται το 1968 με την ερμηνεία της στο πασίγνωστο τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου «Ένα πρωινό η Παναγιά μου», που ακούγεται στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο». Το 1969 συνεργάζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «ο Ήλιος ο Πρώτος» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Στη συνέχεια η πορεία της ταυτίζεται με το πολιτικό τραγούδι της μεταπολίτευσης. Συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο, στα πρώτα έργα του οποίου ήταν η βασική ερμηνεύτρια. «Πολιτικά Τραγούδια», «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι» ήταν οι δίσκοι που την καθιέρωσαν και την κατέστησαν κεντρική μορφή στις μπουάτ της Πλάκας.
Ακολουθούν «Τα λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» και «Τα Τραγούδια του αγώνα» του Μίκη Θεοδωράκη (τρίτη επανέκδοση), καθώς και η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζηδάκι στο «Για την Ελένη» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Στην 30χρονη διαδρομή της ηχογράφησε 15 προσωπικούς δίσκους και συμμετείχε σε τουλάχιστον 22 άλλους.
Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια είναι και το παρακάτω:

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη

Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το κίτρινο ποτάμι

Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται.

Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται.

Κι ύστερα, δέκα χρόνια, γιατρέ,
που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου
να δώσω στο φτωχό λαό μου,
τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο
Την καρδιά μου.
Αντίο Μαρία

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

ΠΕΡΙ .... ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Ο ανασχηματισμός της Κυβέρνησης δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Γιατί:
-Τα ακίνητα- φιλέτα του δημοσίου θα μείνουν στην κατοχή της ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ ΑΕ.
-Ο άνεργος δεν ελπίζει ότι θα βρει δουλειά.
-Ο νέος και η νέα θα ελπίζουν για μια θέση στο δημόσιο,μέσω μιας συνέντευξης ή μιας σύμβασης μίσθωσης έργου.....
Ο συνταξιούχος θα εξακολουθεί να παίρνει 500 €.
-Ο εμποροϋπάλληλος θα εργάζεται 12 ώρες θα αμείβεται για 6 ώρες και θα ασφαλίζεται για 4 ώρες.
-Τον αγρότη θα τον προκαλούν, όταν την αυτονόητη υποχρέωση τους, για την καταβολή των επιδοτήσεων, θα την βαφτίζουν μεταρρύθμιση!.
Οι συγγενείς των ασθενών ( Πλην των βολεμένων), θα παρακαλούν τον κυβερνητικό Βουλευτή για βρει ένα χειρουργικό κρεβάτι σε νοσοκομείο του…ΕΓΩ ( Κάποτε ήταν ΕΣΥ).
Οι τηλεπαρουσιαστές θα ζητούν από τον « Μεγαλόψυχο» υπουργό υγείας ένα κρεβάτι σε κάποια εντατική…
Το εισιτήριο , για μια πανεπιστημιακή σχολή , θα συνεχίσει να κοστίζει στους γονείς ακριβά.
Η ίδρυση νέων παιδικών Σταθμών θα αποτελεί φροντίδα των των ευαγών ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Μήπως έχω άδικο;

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 100 ΧΡΟΝΙΑ. ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1909 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

Οι επέτειοι των στρατιωτικών κινημάτων και πραξικοπημάτων ανακαλούν συνήθως αρνητικές μνήμες, ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, επειδή κατά κανόνα συνδέονται με την επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Εν γένει άλλωστε, οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική αντιμετωπίζονται ως «εκτροπή» στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί ωστόσο απέκτησε ευρεία κοινωνική συναίνεση στην εποχή του, ερμηνεύτηκε από ένα μέρος της ιστοριογραφίας ως «αστική επανάσταση» και οδήγησε σε μια πραγματικά εκσυγχρονιστική περίοδο το ελληνικό κράτος υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κατά κάποιον τρόπο, το κίνημα στο Γουδί δικαιώθηκε από την επόμενη ημέρα και όχι αυτοτελώς. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα ότι επικεφαλής του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, όλοι όμως θυμούνται ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν και η ιστοριογραφία δεν το ονομάζει πλέον «επανάσταση», το κίνημα στο Γουδί υπήρξε πραγματικά επαναστατικό, εφόσον υπήρξε ο καταλύτης για μια σειρά επαναστατικών αλλαγών. Αλλά ας δούμε τα γεγονότα.

Η αρχή του 20ού αιώνα βρήκε την Ελλάδα με συσσωρευμένα προβλήματα και, κυρίως, με μια διάχυτη αίσθηση αποτελμάτωσης. Το «εθνικό ζήτημα» ήταν βεβαίως κυρίαρχο. Συνδεόταν με την πορεία του Ανατολικού Ζητήματος και με τα αλυτρωτικά οράματα, αμείωτα, παρά την πρόσφατη ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η οποία είχε βιωθεί ως «εθνική ταπείνωση».
Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, το ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του Στέμματος και της Αυλής. Η εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχόταν ισοπολιτεία και ισονομία στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το συνακόλουθο κλίμα εκσυγχρονισμού δημιουργούσαν αυτομάτως σύγκριση με το «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για την κατάληψη επιτελικών θέσεων από τους πρίγκιπες και της γενικής διοίκησης από τον Διάδοχο, καθώς και για τη σκανδαλώδη ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό. Η ψήφιση το 1908 νόμου που καταργούσε τις δυνατότητες προαγωγής των υπαξιωματικών στους ανώτερους βαθμούς δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ως ένα επιπλέον αίτιο που ώθησε ομά δες κατώτερων αξιωματικών σε συνωμοτική δράση.

Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου
Πράγματι, ήδη από το 1908 εντοπίζονται συνωμοτικοί στρατιωτικοί πυρήνες που σε έναν βαθμό εξέφραζαν αντιδυναστικές στάσεις, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν από κριτική ως και απόρριψη προς τα πολιτικά κόμματα. Ο πρώτος πυρήνας του Στρατιωτικού Συνδέσμου δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο 1908 αποκλειστικά από ανθυπολοχαγούς. Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου υπογράφηκε εν τέλει και από δύο υπολοχαγούς και έναν λοχαγό (συνολικά δέκα άτομα), αλλά η ύπαρξη της συγκεκριμένης συνωμοτικής δράσης έγινε γνωστή στην κυβέρνηση τον Ιούνιο 1909. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης παραιτήθηκε στις 4 Ιουλίου για να αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης.

Η αποτυχία του νέου πρωθυπουργού να συλλάβει τους συνωμότες οδήγησε στην εκδήλωση του κινήματος τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909. Στους στρατώνες στο Γουδί συγκεντρώθηκαν 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες μαζί με χωροφύλακες και πολίτες, καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα αυτό δεν διακρινόταν από επαναστατικά αιτήματα. Οι βασικές θέσεις του αφορούσαν αλλαγές στο στράτευμα, εξέφραζαν δηλαδή μάλλον επαγγελματικά συμφέροντα και εξοπλιστικά σχέδια, ενώ υπήρχε ένα γενικό ευχολόγιο για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και τη διοίκηση.

Το περιεχόμενο των αιτημάτων
Χωρίς να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα, ο Σύνδεσμος εξέφραζε τον «πόθο» του όπως «ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ν΄ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής». Δηλωνόταν εξάλλου κατηγορηματικά ότι στόχος δεν ήταν το πολίτευμα και ο βασιλιάς, «ούτινος το πρόσωπον είναι ιερόν», ούτε η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Και πράγματι εν τέλει δεν έγινε δικτατορία, παρ΄ όλο που η ιδέα εκφράστηκε κάποιες φορές μπροστά στο αδιέξοδο το οποίο προέκυψε από την πολιτική κρίση που επακολούθησε.

Συνεπώς, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εξέφραζε μάλλον συντεχνιακά και λαϊκιστικά αιτήματα, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις και, προφανώς, χωρίς να έχει συγκεκριμένο σχέδιο και πρόγραμμα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το πραξικόπημα κέρδισε τη στήριξη των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων της πρωτεύουσας, τα οποία στις 14 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησαν ένα ογκώδες συλλαλητήριο (70.000 σύμφωνα με την εφημερίδα Χρόνος ) από το Πεδίον του Αρεως προς το παλάτι, ύστερα από επίμονες ενέργειες των αξιωματικών. Το συλλαλητήριο οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Συντεχνιών Ελλάδος (περίπου 50 οργανώσεις με 30.000 μέλη) και επιδόθηκε στον Γεώργιο Α Δ ψήφισμα το οποίο ενέκρινε το κίνημα του Συνδέσμου και είχε ως κεντρικό αίτημα τη μάλλον αφηρημένη «Ανόρθωση».

Από πολιτική σε πολιτειακή κρίση
Την ικανοποίηση των αιτημάτων του Συνδέσμου είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κόμματος. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Βουλή ψήφισε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό νόμων (169 νομοσχέδια σε 82 ημέρες), με τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς στα θεωρεία της. Η ιδιότυπη αυτή διπλή εξουσία, αφενός των στρατιωτικών και αφετέρου των κοινοβουλευτικών θεσμών, ήταν εγγενώς αντιφατική και επομένως βραχύβια. Παρά την υποχωρητικότητα της Βουλής και της κυβέρνησης, η πολιτική κρίση γρήγορα μετασχηματιζόταν και σε πολιτειακή.

Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στράφηκε προς έναν «μεσσία», τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ο Βενιζέλος είχε στηρίξει, με άρθρα του στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων, την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο Σύνδεσμος, ενώ η σύγκρουσή του με τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο είχε δημιουργήσει συμπάθειες κυρίως στους κατώτερους αξιωματικούς. Εξάλλου, στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν πολιτικό άφθαρτο και ανεξάρτητο από το «διεφθαρμένο» ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο. *

Σημείωση Σ.Χ.Χ.
θεωρώ ότι το πολιτικό κλίμα που επικρατεί σήμερα μοιάζει με εκείνο του 1909 ! Αυτό δε σημαίνει ότι ο στρατός θα πρέπει να μας "σώσει" και πάλι.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΗΜΑ 28/12/2008 ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.