Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ






«Ζητείται ελπίς», έγραφε στο ομώνυμο έργο   ο Αντώνης Σαμαράκης, πριν από μισό  αιώνα.
 Κραυγή αγωνίας για ένα καλύτερο και δικαιότερο  κόσμο.Ποιος αλήθεια περίμενε ότι πενήντα και πλέον χρόνια μετά το αίτημα αυτό να έρχεται από τα παιδιά μας, και μάλιστα πιο επιτακτικά. Εμείς, οι λεγόμενες γενιές του 1-1-4, του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης, καταφέραμε να ζούμε με δανεικά, σε βάρος των επερχόμενων γενιών. Υποσχεθήκαμε ότι θα κάνουμε πράξη το σύνθημα «ψωμί- παιδεία- ελευθερία» και αντί για αυτό πετύχαμε: ανεργία, αγοραία εκπαίδευση και την  τυραννία των βολεμένων.
Όνειρα, οράματα, ελπίδες, μετουσιώθηκαν σε κομπίνα, ιδιοτέλεια, πολλά και ακριβά αναλώσιμα υποπροϊόντα. Η κριτική σκέψη, η δημιουργική αμφιβολία και η ανιδιοτελής προσφορά, μετουσιώθηκε σε προκλητική παθητικότητα , στον άκρατο καταναλωτισμό και έτσι, από πολίτες μετατραπήκαμε σε πελάτες- συναλλασσόμενοι με το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Τελικά, ευτελίσαμε  κάθε συλλογική προσπάθεια, αναγορεύοντας τον εαυτόν μας σε υπέρτατο ιδανικό με αποτέλεσμα την,  επικίνδυνη για την κοινωνία, ιδιώτευση. Η συντελεσμένη καταστροφή, πέρα και πάνω από όλα, είναι ιδεολογική, κοινωνική και , γενικότερα, πολιτισμική.
Και τώρα τι κάνουμε; Δειλοί, βουβοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουμε το θαύμα!

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (29/2/1900-20/9/1971) «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ»





Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: "Δεν είναι γρέγος είναι
σιρόκος" είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η
Θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.

Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
"Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος" η μόνη απόφαση που
ακούστηκε.

Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.

"Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη" έλεγε η
φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά "την
άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή
Θάλασσα.

Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πως θα
πεθάνουμε;"

Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πως πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το
συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά
χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.

Κι όμως ο Θάνατος είναι κάτι που γίνεται -πως πεθαίνει
ένας άντρας;

Κι όμως κερδίζει κανείς το Θάνατό του, το δικό του Θά-
νατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.

Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κα-
νείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε Θα μας έμενε τίποτε -όλα παραδομένα-
μήτε τα χέρια μας-
κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα και
τα παιδιά μας στα λατομεία.

H φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
"Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες..."
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν
ορφανούς.
"Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
"Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως".

Αθήνα, Φεβρουάριος 1939,Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄



Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑ ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ



Σε αλλοτινές- και όχι πολύ μακρινές, εποχές ο θεσμός της προίκας διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ζευγαριού. Οι οικογένειες όφειλαν να φροντίζουν για την προίκα των κοριτσιών τους , και μάλιστα από από την παιδική τους ηλικία.. Η προίκα μπορεί να περιλάμβανε: ρούχα, εργαλεία νοικοκυριού (π.χ. αργαλειός), χτήματα, αστικά ακίνητα, χρήματα, ακόμη και ζώα στα αγροτικά νοικοκυριά. Αν και ο θεσμός της προίκας καταργήθηκε επίσημα το 1982, εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να δίνεται με άλλη μορφή και με άλλη ονομασία ( γονική παροχή).

Από το άρθρο του Γ. Θανόπουλου "Ο Κύκλος της ζωής: Γέννηση- Γάμος- Θάνατος (ΕΑΠ 2002) αντλήθηκε το παρακάτω "προικοσύμφωνο", εκατόν εξήντα χρόνια πριν.


Δέσποτα Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ο εν Κανά γάμον ευλογήσας αυτός ευλόγησον και το παρόν συνοικιέσιον, όπερ μέλλω ποιείν εγώ η κάτωθι Γεωργάκινα. Εις έλλειψιν του ανδρός μου υπανδρεύω την παμφιλτάτην  μου θυγατέρα ονόματι Αγγελική εν ανδρί νόμιμον Κωνσταντίνον, υιόν του Αποστόλη Σανούκη εις πρώτο γάμον και της τάσσω δια προικίον τα κάτωθεν φαινόμενα.
Τρία φέσια,τρία μανδήλια, τρες φακουτές (προσωπομάνδηλα), οι δυο βαμπακερνές και μια λιναρίτικη, εννέα υποκάμισα, τρία μανικουτά μακριά, δύο κοντά, πέντε δίμιτα,δύο φλοκωτά, τρεις ποδιές, η μία ρούχινη, μια σαλταμάρκα, ένα φουστάνι διμικατόνι με ζώστρα, τία ζωνάρια, τα δύο καμηλίσια και ένα γνεστικό, ένα σαγιάκι, λάιο καλό της μόδας, δράμια εκατόν εξήντα ασημοζώναρό της, πέντε οκάδες χάλκωμα, το μισό χωράφι εις Μουτζάλη.... το αμπέλι εις Σέλο όλον, μισόν κήπον εις πέρα Μαχαλά... και γρόσια μετρητά οκτακόσια και το συνηθισμένο κρεβατοστρώσι 
Αυτά δίδω με την ευχή μου, ο δε πλουσιόδωρος Θεός δώσοι υγείαν, ευτυχίαν δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και αγίου Γεωργίου και του μεγαλομάρτυρος  Προκοπίου. Αμήν.
                                                             
     1855 Δεκεμβρίου 10, Πάπιγκον Ηπείρου.