Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Η επανάσταση των βολεμένων δεν έχει τύχη



                        
Aν εξαιρέσεις τη στενοχώρια μας και τις ζημιές, οι επιθέσεις στην ATHENS VOICE ίσως έχουν και μια χρησιμότητα. Γιατί είναι αποκαλυπτικές. Ποιοι μπορεί να στοχοποιούν μια εφημερίδα πόλης η οποία, επιπλέον, ξεκινάει κάθε βδομάδα με μένα να επαναλαμβάνω μονότονα, σε όλες τις παραλλαγές, την ίδια ακριβώς φράση, «το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να διασώσει ό,τι μπορεί από το οικονομικό μοντέλο της χρεοκοπίας φορτώνοντας την κρίση στα ασθενέστερα στρώματα»; Πάντως όχι τα θύματα της κρίσης.
Το σύστημα εξουσίας που χρεοκόπησε το 2009, είχε δείξει από την αρχή τις διαθέσεις του. Το 2010 δεν είχε συμβεί τίποτα απ’ όσα έγιναν μετά, ούτε 100δες χιλιάδες επιχειρήσεις είχαν κλείσει, ούτε 1 εκατομμύριο άνθρωποι είχαν μείνει άνεργοι. Μιλούσαμε για κάποιες μειώσεις μισθών 10%, για κατάργηση του «επιδόματος έγκαιρης προσέλευσης», για πλαφόν αυξήσεων στις συντάξεις των 2.000 ευρώ. Κι όμως οι συγκρούσεις ήταν απίστευτα βίαιες. 3 άνθρωποι δολοφονήθηκαν στη Μαρφίν. Για τι πράγματα μιλούσαμε τότε; Για ένα μεγάλο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που το παρομοίαζαν με αυτό της Ανατολικής Γερμανίας το ’89 και υπολόγιζαν τα έσοδά του στα 50 δις. Και για κλείσιμο ή συγχώνευση των εκατοντάδων ή χιλιάδων άχρηστων φορέων, υπηρεσιών, νομικών προσώπων του Δημοσίου που διόγκωναν την κρατική γραφειοκρατία και εκτίνασσαν το κόστος της στο τριπλάσιο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρώτος αρμόδιος ήταν ο τότε αντιπρόεδρος Πάγκαλος, μετά άλλος, μετά έγιναν μερικές συγχωνεύσεις κοροϊδία όπου υπό ένα νέο όνομα οι παλιοί φορείς διατηρούσαν τη λειτουργία τους όπως ήταν, μετά έγιναν κι άλλοι «αγώνες», μετά ξεχάστηκαν. Γλίτωσε η κρατική γραφειοκρατία, μειώθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες. Το ταμείο για τις αποκρατικοποιήσεις άλλαξε 7 διοικήσεις, ένας ένας σήκωνε τα χέρια, ζήτημα είναι αν μαζέψαμε 1-2 δις, γιατί οι διαγωνισμοί αργούν να «ωριμάσουν», γιατί υπάρχουν αντιδράσεις, γιατί κηρύσσονται άγονοι, γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον έτσι που συντάσσονται για να μην υπάρχει ενδιαφέρον, γιατί η Δικαιοσύνη τούς γυρίζει πίσω, γιατί γίνονται «αγώνες».
Αυτά δεν έγιναν 5 χρόνια. Τι έγινε; Χρωστάς άλλα 70 δις φόρους στο κράτος και τα ταμεία. Το Σύστημα ήξερε πολύ καλά γιατί έδωσε αυτές τις μάχες με τόση ένταση. Το ελληνικό κράτος έχει τεράστια ακίνητη περιουσία. Εμπορική ακίνητη περιουσία, όχι δάση και παραλίες που λέει η προπαγάνδα. Αυτή την περιουσία εμπορεύεται η κομματική και κρατική γραφειοκρατία για λογαριασμό της. Χωρίς τα έσοδα να πηγαίνουν στο δημόσιο, δηλαδή στο λαό, αλλά στις τσέπες των λειτουργών του. Κτηματολόγιο 20 χρόνια δεν μπορεί να γίνει, η Google χαρτογραφεί και τη γλάστρα που έχεις στο μπαλκόνι. Άλλα 700.000 αυθαίρετα ετοιμάζονται να νομιμοποιηθούν. Το Ταμείο στα πρώτα 80.000 εμπορικά ακίνητα που μπόρεσε να βρει, διαπίστωσε ότι τα 30.000, τα καλύτερα, τα φιλέτα, είναι καταπατημένα. Παραδόξως κανείς απ’ όσους φώναζαν «όχι στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας» δεν συγκινήθηκε. Γιατί είναι το δικό τους ξεπούλημα. Δίνουν «αγώνες» για να μην αξιοποιηθεί τίποτα, ανακαλύπτουν σπάνιες κουτσές μπεκάτσες παντού, ηρωικά αποτρέπουν κάθε επένδυση. Και ιδιωτικοποιούν τη δημόσια περιουσία μεταξύ τους, με τους πελάτες-ψηφοφόρους τους.
Αν ανοίξεις μια οποιαδήποτε εφημερίδα στις οικονομικές σελίδες, θα δεις ότι οι 3-4 μεγαλύτερες κρατικές επιχειρήσεις έχουν αξία μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες 200 του χρηματιστηρίου. Τα κόμματα τις διοικούν με διευθύνοντες συμβούλους και προέδρους τους πρώην βουλευτές τους, Δ.Σ. διορίζονται τα στελέχη τους, οι συνδικαλιστές, δηλαδή πάλι τα κόμματα, παίρνουν μέρισμα ως μέτοχοι με μορφή ενίσχυσης από τον εργοδότη-κράτος και οι κομματικοί στρατοί διορίζονται ως υπάλληλοι έτσι ώστε μια ελληνική κρατική επιχείρηση να έχει 4πλάσιο προσωπικό από μια αντίστοιχη ισπανική ή πορτογαλική. Το θέμα δεν είναι μόνο ότι χρεοκοπούν και με τους φόρους τούς πληρώνει ο ελληνικός λαός. Είναι ότι και καμία επένδυση δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτό το περιβάλλον. Ενέργεια, πετρέλαια, φυσικό αέριο, ναυπηγεία, μέσα ενημέρωσης, μεταφορές, λιμάνια, αεροδρόμια, χημικές βιομηχανίες, μεταλλευτικές, επικοινωνίες, τρόφιμα, ξενοδοχεία, πού να επενδύσει κανείς στα σουβλατζίδικα; Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι μόνοι που μπορούν να κάνουν παιχνίδι είναι μερικές δεκάδες ολιγάρχες που συναλλάσσονται και διαπλέκονται με την κομματική εξουσία, προμηθευτές του δημοσίου στην ουσία, οι μισοί μέσα ή προσωρινά έξω από τον Κορυδαλλό, αλλά βεβαίως με άφθονα μέσα ενημέρωσης ανενόχλητοι στην κατοχή τους. Οι πιο χρεοκοπημένοι απ’ αυτούς δίνουν μάχες για το Κόμμα της Δραχμής, οι υπόλοιποι, εχθρικοί σε κάθε ανταγωνισμό και επιχειρηματικότητα, αγκαλιάζουν τον Σύριζα τελευταία, γιατί αυτός υπόσχεται ακόμα μεγαλύτερο κράτος-τροφοδότη.
Πού ξέρεις, μπορεί οι φαρμακευτικές δαπάνες να ξαναγίνουν σαν της Αγγλίας των 65 εκατομμυρίων, όπως το 2009.
Το πρόβλημα, αν σταμάταγε εδώ, καλά θα ήταν. Όμως αυτό το θαυμάσιο σύστημα της μεταπολίτευσης, που το βρίζουν τώρα «χούντα που δεν τελείωσε το ’73» οι θαυμαστές της Δημοκρατίας του Σαλό και της Βορείου Κορέας, ήταν στ’ αλήθεια πολύ δημοκρατικό. Τα δανεικά δεν τα ’φαγε μόνο του. Εξασφάλισε την κοινωνική πλειοψηφία μοιράζοντας προνόμια και προσόδους σε πολλές επαγγελματικές ομάδες. Φοροαπαλλαγές, έκλεινε τα μάτια στη φοροδιαφυγή, διόριζε 100δες χιλιάδες σε μη παραγωγικές θέσεις, μοίραζε συντάξεις με 15 χρόνια ένσημα, αναπηρικά επιδόματα σε υγιείς, εξασφάλιζε για κάποιους κρατικά οριζόμενο κέδρος 35%, απέκλειε άλλους από τη δουλειά για να μην υπάρχει ανταγωνισμός, έβαζε 500 φόρους υπέρ τρίτων, έκανε προσλήψεις παράτυπες ή με πλαστά πτυχία και ούτω καθ’ εξής. 30 χρόνια, 500 δις. Δανεικά, πακέτα Ντελόρ, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ. Μια χαρά.
Κρατικοδίαιτος καπιταλισμός, πελατειακό κράτος, παρασιτισμός, η εποποιία του ελληνικού ληστρικού μικροκαπιταλισμού. Βασισμένη μόνο στα δανεικά. Χωρίς τα δανεικά χρεοκοπεί σε μια μέρα. Αν κοιτάξεις πίσω αυτά τα 5 χρόνια, θα δεις ότι όλοι οι αγώνες είναι για να διατηρηθούν οι δομές αυτού του καθεστώτος. Η προπαγάνδα τους λέει ότι οι «αγώνες» είναι καλό πράγμα. Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις, είναι καλό πράγμα. Έτσι, από μόνο του. Δεν είναι. Οι «αγώνες» για τη διατήρηση του παρασιτισμού είναι αντιδραστικοί, είναι αγώνες για τη διατήρηση ενός άδικου, αντιπαραγωγικού και εντέλει χρεοκοπημένου μοντέλου. Για κάθε αγώνα ή «αγώνα», η πρώτη ερώτηση πάντα είναι υπέρ ποίου. Ποιος πληρώνει με τα λουκέτα και την ανεργία αυτό που υπερασπίζεσαι εσύ;
Πριν λίγες μέρες κάποιοι έκαψαν την ATHENS VOICE για το άνοιγμα των μαγαζιών τις Κυριακές. Μα δεν χρειάζεται να είσαι αναρχικός τρομοκράτης για να το λες αυτό. Τα ίδια λένε και οι σεβάσμιοι μητροπολίτες μας, τα ίδια λένε και τα νεοδημοκρατικά προεδρεία των εμπορικών επιμελητηρίων της χώρας. Οι επίσης δεξιοί πρόεδροι των ταξιτζήδων, των γιατρών, των φαρμακοποιών, μιλάνε όπως το ΚΚΕ. Καταγγέλλουν το «ξένο κεφάλαιο» που θα φέρει εγγλέζικα ταξί και ισραηλινά φαρμακεία στις πόλεις μας. Οι συνδικαλιστές του Πασόκ είναι ήδη Σύριζα και ο Σύριζα υποστηρίζει τις προσλήψεις του Παυλόπουλου. Σ’ αυτή τη χώρα η Χρυσή Αυγή ζητάει την «εθνικοποίηση της ΔΕΗ» και ο Σύριζα δίνει μάχες για τη «διάσωση της Πολεμικής Βιομηχανίας». Και τα «παιδιά» φωνάζουν Δεν-Θα-Περάσει. Είναι δυνατόν οι νέοι να κληρονομούν ένα χρεοκοπημένο, άθλιο καθεστώς και να φωνάζουν «δεν θα περάσει»; Όχι να περάσει, να τα πάρει και να τα σηκώσει όλα, θα ’πρεπε να λένε. Αλλά δεν είναι νέοι, δεν είναι μαθητές, δεν είναι φοιτητές. Μέλη κομματικών νεολαιών είναι. Μια κοινωνία ολόκληρη δεν θέλει να «περάσει» τίποτα. Ω, τι θαυμάσια κοινωνική συναίνεση, τι υπέροχη εθνική ομοψυχία.
«Και δε μου λες, ρε πατέρα, όλοι αριστεροί είναι σ’ αυτό τον τόπο;» (Μ. Μοδινός, Τελευταία έξοδος Στυμφαλία, Εστία). Τίποτα δεν είναι. Ούτε αριστεροί, ούτε δεξιοί, ούτε σοσιαλιστές, ούτε αναρχικοί, ούτε πατριώτες, ούτε χριστιανοί, τίποτα δεν είναι οι έρημοι, υπερασπίζονται το μόνο σύστημα που ξέρουν, είναι οι εκπρόσωποι του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού και απλώς υιοθετούν την πιο κοντινή ρητορική της ιστορίας, αυτή του κρατικού καπιταλισμού των χρεοκοπημένων σοβιετικών καθεστώτων. Όπως εκείνοι, την ώρα που οι υπήκοοί τους έκαναν ουρές για μια κουταλιά καφέ, αυτοί κατηγορούσαν το δυτικό καπιταλισμό, έτσι και οι δικοί μας είναι «αντισυστημικοί» που κατηγορούν το σύστημα των «άλλων», της Ευρώπης, όχι το δικό τους.
Η επανάσταση των βολεμένων δεν έχει τύχη. Αν αυτό το σύστημα το ξεχασμένο στο 1970 ήταν ήδη παρωχημένο, τώρα με την τροπή που πήρε ο κόσμος με τη Νέα Οικονομία, είναι προϊστορικό. Το ελληνικό σύστημα εξουσίας δεν δείχνει να το αντιλαμβάνεται, αλλάζει κομματικές ταμπέλες και προσπαθεί να επιβιώσει με ψέματα. Όσο δυσκολεύεται, ακριβώς επειδή στριμώχνεται, γίνεται και πιο βίαιο και επικίνδυνο. Θα έπρεπε να είχε ήδη αντιληφθεί τις καταστάσεις και να προσπαθούσε για τη δική του ελληνική περεστρόικα. Δεν το κάνει, προτιμά τον τρόπο του ζεύγους Τσαουσέσκου. Ελπίζω να θυμούνται πώς τελείωσε εκείνη η ιστορία.

 Φώτης Γεωργελές, athensvoice

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ



 
 Επιχειρώντας να μελετήσω τη σχετική αρθογραφία για τα αίτια της χρεοκοπίας, έπεσα σε «φλέβα χρυσού». Εντόπισα το κείμενο της ομιλίας του στοχαστή Λαοκράτη Βάσση, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην (19/4/2013). Η ομιλία με τίτλο « Η  Μεταπολιτευτική χρεοκοπία: τα πολιτιστικά αίτια» πραγματοποιήθηκε στο «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Αλιάρτου» (19.01.2013). Επειδή ολόκληρο το κείμενο της εισήγησης είναι εκτενές, αντιγράφω το δεύτερο μέρος αυτής, όπως έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο: http://ardin-rixi.gr/archives/12155

β. Τα πολιτιστικά αίτια της χρεοκοπίας: Έτσι όμως μπαίνουμε στην καρδιά του θέματός μας, που, όπως είπαμε, δεν είναι άλλη απ’ την αναζήτηση του βαθύτερου «γιατί» συνέβη ό,τι συνέβη, του πολιτιστικού δηλαδή «γιατί» (ηθικού, πνευματικού, αξιακού και ταυτοτικού), που προφανώς και συναρτάται, σε διαλεκτική σχέση αλληλοπροσδιορισμού, με το ήθος όλων μας, όσο κι αν, σχεδόν όλοι μας, όταν ψάχνουμε αυτό το «γιατί», κοιτάζουμε… απέναντί μας. Ελπίζω αυτή μου η νύξη να μην εκληφθεί ως υπαινικτική σύμπτωση με τον χυδαίο κυνισμό του «μαζί τα φάγαμε», στον οποίο και υποκρύπτεται η λογική του βιαστή πως …τα ‘θελε κι η βιασθείσα.  Απλώς, επιδιώκοντας να ερμηνεύσω τα γεγονότα και όχι να καταλογίσω ευθύνες, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ και να μην αναζητήσω το κοινό βάθος αφενός της πολιτικής ενοχής, που άπτεται του πώς και γιατί η καθεστηκυία μεταπολιτευτική πολιτική τάξη έπραξε όπως έπραξε, διέπραξε δηλαδή το έγκλημα της χρεοκοπίας, και αφετέρου της δεδομένης κοινωνικής συνενοχής, που άπτεται του πώς και γιατί ο λαός μας, εμείς όλοι, «συνεργήσαμε» στο έγκλημα με πράξεις, ανοχές και παραλείψεις μας, λιγότερο ή περισσότερο. Γιατί, ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κανένας λαός δεν εκμαυλίζεται ανεπιγνώτως και εν υπνώσει. Κι αυτό σημαίνει πολλά, που πρέπει να τα ψάξουμε με αυτοκριτική γενναιότητα και προπαντός χωρίς να κοιτάζουμε μόνο… απέναντι. Σημαίνει, ας πούμε, μεταξύ πολλών άλλων: ρηχή πολιτική συνείδηση, υπονομευμένη και ρευστοποιημένη πολιτιστική συνείδηση, ελαστική ηθική συνείδηση, αμβλυμένη πατριωτική συνείδηση, ανύπαρκτο πνεύμα συλλογικότητας κι άλλα τέτοια παρόμοια.  Χωρίς, εννοείται, όλα αυτά και όποια άλλα να εκλαμβάνονται  ως απόλυτα μεγέθη, αλλά και χωρίς να αποσυνδέονται, κάθε άλλο, απ’ τα «ιζήματα», στο πολιτιστικό υπόστρωμα της μεταπολιτευτικής μας ζωής.
γ. Επί τον τύπον των ήλων: Αποπειρώμενος να θέσω τα δάχτυλά μου επί τον τύπον των ήλων κι αφού ξανατονίσω πως το πολιτιστικό μας πρόβλημα δεν προσεγγίστηκε ποτέ στην στρατηγική για τη συλλογική μας μοίρα διάστασή του:
Θα ήθελα να τονίσω το κρίσιμο κενό μακρόπνοης πολιτικής πολιτισμού στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, που, μετά την αρχική σωστή μετακίνηση από παρωχημένες στερεοτυπικές ακρότητες, ευτελισμένες και απ’ τη χουντική εφταετία της έτσι κι αλλιώς προβληματικής εθνικής μας ιδεολογίας, καλύφτηκε, σταδιακά και ηγεμονικά, περίπου ως επίσημο υποκατάστατο ιδεολογίας, από ένα ρεύμα προοδευτικοφανούς αποδόμησης παντός του ελληνικού με προσχηματική επένδυση εκσυγχρονισμού και ευρωπαϊσμού.  Περάσαμε έτσι, για παράδειγμα, απ’ τον παρωχημένο ελληνοκεντρισμό στον αστιγματικό αντιελληνοκεντρισμό, για να θυμηθούμε τον Νάσο Βαγενά, απ’ τη νοσηρή προγονολατρία στην ακόμα πιο νοσηρή άρνηση της παράδοσής μας, απ’ την ανάγκη κριτικής θεώρησης των αφελειών της γραμμικής ιστορικής μας συνέχειας, στην πλήρη άρνηση της ιστορικής μας συνέχειας, διανθισμένη με «συνωστισμούς» στο λιμάνι της Σμύρνης (Ρεπούση) και «απώθηση» των Σουλιωτισσών στον γκρεμό του Ζαλόγγου απ’ τους ίδιους τους Σουλιώτες (Ψιμούλη).  Μπορούμε, νομίζω, να σταθμίσουμε τη διαβρωτική λειτουργία αυτού του ρεύματος στη συνείδηση της κοινωνίας μας, ιδίως αν σκεφτούμε πως ήταν κυρίαρχο στα μεγάλα Μ.Μ.Ε., αλλά, απ’ τα μέσα της Μεταπολίτευσης και μετά, περίπου κυρίαρχο και στην πολύπαθη παιδεία μας.
Παρομοίως, θα ήθελα να τονίσω την καταλυτική διάβρωση του συνολικού αξιακού μας συστήματος απ’ τον καταναλωτισμό και τη συνακόλουθη υλικο/ευδαιμονιστική φιλοσοφία του, που θέλει το χρήμα και τα υλικά αγαθά στην κορυφή της κλίμακας των αξιών ως υπέρτατο σκοπό ζωής και τον άνθρωπο στη βάση της ως μέσο και πράγμα.  Ο χρόνος δεν επιτρέπει την ανάλυση της ισοπεδωτικής επέλασης του καταναλωτικού προτύπου ζωής.  Γι’ αυτό θα περιοριστώ να πω πως εδώ βρίσκεται το πιο κρίσιμο κλειδί για την ερμηνεία της συνολικότερης χρεοκοπίας μας, που είναι, το επαναλαμβάνω, πρωτίστως ηθική, πνευματική, αξιακή και εντέλει ταυτοτική χρεοκοπία.  Στα ιζήματα του καταναλωτικού βυθού της μεταπολιτευτικής κοινωνίας μπορούμε να βρούμε όλες τις απαντήσεις: πρώτον για την εξαχρείωση της κοινωνίας μας, που πέρασε απότομα στον «καταναλωτικό παράδεισο», ρευστοποιώντας με κυνική αφροσύνη μερίσματα των μελλοντικών γενεών, δεύτερον για την εξαχρείωση του πολιτικού μας συστήματος, που, αντί να βάλει χαλινάρι, καβαλίκεψε και επιτάχυνε τον καταναλωτικό κατήφορο, επιτείνοντας, ως σύστημα άγριας νομής της εξουσίας, όλες τις αρνητικές ροπές και όλα τα νοσηρά φαινόμενα της κοινωνίας μας (άκοπος πλουτισμός, λογική της ελάσσονος προσπάθειας, ρουσφέτι, βόλεμα, φοροδιαφυγή, αυθαίρετα και άλλα τέτοια παρόμοια) και τρίτον για την εξαχρείωση του Έλληνα, που, υπό την επήρεια της καταναλωτικής μέθης, έγινε αγνώριστος, άλλοτε πρωταγωνιστώντας, άλλοτε ανεχόμενος και αδιαφορώντας για το εξακολουθητικό βούλιαγμα στο μεταπολιτευτικό τέλμα, έκθετος στην κατακλυσμιαία και αποχαυνωτική υποκουλτούρα των Μ.Μ.Ε και όχι μόνο, με την παιδεία να μην οργανώνει την πολιτιστική μας άμυνα και με τους πνευματικούς μας ανθρώπους να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών.  Όχι πως τα όσα επισημαίνω είναι καθολικά, πως δεν υπάρχουν αντιστάσεις και αξόδευτο αξιακό υπόλοιπο στην καρδιά του πολιτιστικού μας κυττάρου. Πως δεν υπάρχει άσβηστη αξιακή καταγραφή στον «σκληρό δίσκο» της συλλογικής μας συνείδησης με το τρισχιλιετές ιστορικό και πολιτιστικό της βάθος.  Ευτυχώς υπάρχουν αντιστάσεις, υπάρχει αξιακό υπόλοιπο, υπάρχει άσβηστη αξιακή καταγραφή στον σκληρό δίσκο της συλλογικής μας μνήμης και συνείδησης.
δ. Διά ταύτα: Σ’ αυτή την οριακή μας κατάσταση δεν πρέπει να αφεθούμε στη δίνη των καιρών και στην κακή μας μοίρα, σαν να είμαστε ένας ξοφλημένος λαός.  Έχοντας στο πλάι μας τους αιώνες της ιστορίας μας, όπως το λέει ο Ελύτης, αλλά και πιστεύοντας στον ελληνισμό ως ιδέα της αξιοσύνης, της ελευθερίας και του ανθρωπισμού, όπως τον ορίζει ο Σεφέρης, να συνειδητοποιήσουμε καλά τι μας συνέβη και γιατί μας συνέβη, έτσι ώστε: υφαίνοντας νέο όραμα για το μέλλον του τόπου μας, νέο όραμα ελληνισμού, εμπλουτισμένο από έναν νέο πατριωτισμό και μια νέα συλλογικότητα, να χαράξουμε, διεμβολίζοντας το μεταπολιτευτικό παγιδευτικό δίπολο του νοσηρού ελληνοκεντρισμού, που γέννησε χρυσαυγίτες, και του εξίσου νοσηρού αστιγματικού αντιελληνοκεντρισμού, που γέννησε τη νεοταξική ατοπία των ψευτοπροοδευτικών, μακρόπνοη πολιτιστική πολιτική για τη θέση και την πορεία μας στην Ευρώπη και στο παγκοσμιοποιημένο διεθνές περιβάλλον, που θα είναι η βάση μας για μια αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική στρατηγική μας στη δύσκολη ανηφοριά του 21ου αιώνα, με πρώτο ζητούμενο να βγάλουμε την τροϊκανή χανάκα απ’ τον λαιμό μας και να βγούμε σε μετατροϊκανό ξέφωτο. Γιατί, για να βγούμε, εντέλει, απ’ τον σκοτεινό λαβύρινθο της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας, χρειαζόμαστε οδηγητικό «μίτο», καμωμένο απ’ τη συλλογική μας «Αριάδνη» με «ίνες» απ’ την αξιακή μας παρακαταθήκη ή, έστω, απ’ το αξιακό υπόλοιπο της σκόρπιας ψυχής μας, που, παρ’όλες τις κακοποιήσεις που της επιφυλάξαμε, ο εσώτατος αξιακός της πυρήνας αντέχει ακόμη. Κι αν ισχύει πως στα δύσκολα οι λαοί κρατιούνται απ’ την ψυχή τους, εμείς, κι απ’ το υπόλοιπο της ψυχής μας αν κρατηθούμε, θα μπορέσουμε να σηκώσουμε κεφάλι και να βρούμε τη σωστή περπατησιά μας προς το μέλλον.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973: ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ




 
Υπάρχουν μύθοι και μύθοι σ' αυτόν τον τόπο. Μύθοι που, ως φαίνεται, έχουμε ανάγκη για να μην ντρεπόμαστε. Ιδιαίτερα όταν βλέπουμε άλλες κοινωνίες να έχουν πολλά θετικά πρόσημα στους αγώνες τους κατά φασιστικών καθεστώτων. Ο δικός μας επίκαιρος μύθος είναι αυτός που αφορά τη μαζικότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε τέτοια. Υπήρχαν μερικές χιλιάδες, νέοι κυρίως, άνθρωποι, πραγματικά μάγκες (αφού το κόστος ήταν τεράστιο, πληρωνόταν με ζωές) αυτοί που το δημιούργησαν. Ανέντακτοι της αριστεράς κυρίως, αλλά όχι μόνο, ή ενταγμένοι χωρίς τις κομματικές γραμμές ωστόσο να τους σπρώχνουν. Και υπήρχαν και άλλοι, που έδειχναν τη συμπαράστασή τους στην εξέγερση βοηθώντας αυτά τα παιδιά.
Ως εδώ. Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, τις ημέρες εκείνες κοίταζε αλλού. Για την ακρίβεια, κοίταζε την ησυχία της. Και αυτό δεν συνέβη μόνο εκείνον τον Νοέμβρη. Αυτό συνέβαινε από τον Απρίλιο του 1967. Η πλειονότητα των Ελλήνων δεν αντιστάθηκε. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι γενναίος και να αντιστέκεσαι βέβαια, ανθρώπινη και η σιωπή. Ωστόσο, θυμάμαι ως παιδί τότε, τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις που γέμιζαν με εικόνες χιλιάδων ανθρώπων που επευφημούσαν τον Πατακό ή τον Παπαδόπουλο. Μερικοί από αυτούς ή κάποιοι ιδεολογικοί απόγονοί τους, θυμούνται και σήμερα με αγαλλίαση εκείνες τις ημέρες και εκτονώνονται ψηφίζοντας τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής. Οι υπόλοιποι χώθηκαν σε διάφορα κόμματα. Όλοι μαζί απολαμβάνουν τον Μαστοράκη στις τηλεοπτικές τους οθόνες!
Αυτή είναι η μία πλευρά της ιστορίας. Υπάρχει και μια δεύτερη για την οποία πρέπει να είμαστε υπερήφανοι και να την προβάλλουμε, αλλά δεν το κάνουμε ούτε αυτό. Είναι μερικές χιλιάδες ανώνυμοι, που χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας αντιστάθηκαν στο καθεστώς. Κάποιοι από αυτούς δεν ζουν πια, πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Κάποιοι άλλοι βρίσκονται ανάμεσά μας, αλλά είναι τόσο σιωπηλοί για τη δράση τους που αν δεν το ξέρεις, δεν το φαντάζεσαι. Δεν επένδυσαν ποτέ στη δράση τους αυτή. Δεν την εξαργύρωσαν, δεν την πούλησαν, δεν την είδαν σαν σκαλί για καριέρα κάθε είδους. Παρέμειναν ανώνυμοι.
Ξέρω τρεις από αυτούς, που φοβάμαι πως αν διαβάσουν αυτές τις γραμμές θα ενοχληθούν επειδή τους αναφέρω. Αλλά, διάολε, πρέπει κάποια στιγμή ν' ακουστεί πως δεν είναι όλοι ίδιοι σ' αυτήν τη χώρα. Αναφέρομαι σε τρεις δημοσιογράφους.
Τον Πέτρο Στάγκο, τον Νίκο Κιάο και τον Δημήτρη Κουμάνταρο. Πλήρωσαν άσχημα την αντιστασιακή τους δράση. Δεν τους άκουσα ποτέ, όχι να μιλάνε για τα βασανιστήρια, αλλά ούτε καν για την περιπέτειά τους επί δικτατορίας. Και αυτοί, είναι τρεις μόνο. Υπάρχουν πολλοί ακόμα με την ίδια πορεία και την ίδια στάση. Γι' αυτούς έπρεπε να μιλάμε πολύ στα παιδιά μας, μόνο γι' αυτούς..
Γιάννης Παντελάκης,http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.ellada&id=37740
 

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ






Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι τον μελλοντικό ιστορικό που θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τα αίτια της τωρινής μας χρεοκοπίας. Γιατί και ποιόν ενδιαφέρει τι θα γράψει η ιστορία  για το καρκίνωμα που ενέσκηψε στη χώρα του «υπερήφανου ελληνικού λαού». Πάντα πίστευα, και εξακολουθώ να πιστεύω στον παιδευτικό ρόλο της ιστορίας. Όχι όμως της λεγόμενης επίσημης σχολικής ιστορίας, όπου, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, παραλείπονται εθνικά εγκλήματα και επαναλαμβανόμενα λάθη του λαού μας.
Αν, για παράδειγμα, είχαμε διδαχθεί στο σχολείο για τα αίτια  που οδήγησαν τη χώρα μας στις δύο προηγούμενες χρεοκοπίες (1893 και 1932), είναι πολύ πιθανό να είχαμε αποφύγει την τωρινή επώδυνη δοκιμασία.
Γιατί όμως αποφεύγουμε να μαθαίνουμε για τις μαύρες σελίδες της ιστορίας;. Ποιος εμπόδιζε τα πανεπιστήμια να εντάξουν στα ερευνητικά τους πεδία τη μελέτη  όλων των πτυχών που συνέβαλαν στη χρεοκοπία στις δύο αυτές περιόδους; Καλά, οι λεγόμενοι συντηρητικοί ακαδημαϊκοί είχαν ίσως λόγους να σιωπούν, αλλά οι  προοδευτικοί και αυτοαποκαλούμενοι Αριστεροί, γιατί δεν ερευνούσαν τέτοια φοβερά και σημαντικά γεγονότα; Δεν νομίζω ότι όλοι αυτοί αγνοούσαν την πρόσφατη πολιτική και οικονομική ιστορία της χώρας μας, το πιο πιθανόν να μην τους συνέφερε πολιτικά η ανάδειξη γεγονότων που επιβεβαιώνουν τη διαχρονική και ίσως μοναδική ελληνική περίπτωση, όπου η φαυλότητα, το πελατειακό κράτος, η δικτατορία των μετρίων  και η φασιστική ιδιωφέλεια των διαφόρων ομάδων φαίνεται να διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα.   
Αν πραγματικά γνωρίζαμε, έστω και γενικές γραμμές, τα βαθύτερα αίτια της νεοελληνικής παθογένειας,  θα είχαμε προτάξει ένα κοινό μέτωπο εναντίων όλων εκείνων των αγκυλώσεων που μας κρατούν δέσμιους  στην πρώτη θέση από το τέλος σε κάθε επιμέρους τομέα.
 Επειδή όμως μας αρέσει μαθαίνουμε μόνο για τις «αρετές της φυλής μας» και όχι για τα εθνικά μας «κατορθώματα», γι αυτό και  δεν εξετάστηκε  ποτέ το ενδεχόμενο μιας εθνικής προσπάθειας για την άρση των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις πολιτικές δομές και κοινωνικές αντιλήψεις, προκειμένου  η εθνική οικονομία να γίνει ανταγωνιστικότερη και να δημιουργηθεί μια ισχυρή παραγωγική βάση που δεν θα στηρίζεται μόνο στην υπερκατανάλωση με εύκολα δανεικά που πλέον δεν υπάρχουν.
Δυστυχώς όλο το πολιτικό σύστημα περιορίζεται σε έναν πρωτόγνωρο μαξιμαλισμό, πλειοδοτώντας σε κάθε άλογη αξίωση, και μάλιστα πολλές φορές η πλειοδοσία έχει αριστερό πρόσημο.