Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Γ. ΚΑΜΙΝΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΙΟΥ


Για τη σημερινή ανάρτηση επέλεξα ένα εκτενές απόσπασμα από την ομιλία του δημάρχου Αθηναίων, γιατί εντόπισα κάτι το διαφορετικό και το καινούργιο. Διακρίνω επίσης το στοιχείο της τόλμης, αφού στην κριτική του περιλαμβάνεται και η δικτατορία των μετρίων και η τυραννία των βολεμένων σε βάρος του δημοσίου ταμείου.


Παραθέτω απόσπασμα από το μεγαλύτερο τμήμα της ομιλίας του Γ. Καμίνη

«Χαιρετίζω το συνέδριο σας. Χαιρετίζω σημαίνει χαίρομαι : που υπάρχετε και που προσπαθείτε για να ανοίξετε ένα δρόμο.

Ναι. Χρειαζόμαστε έναν καινούργιο δρόμο, με την ορμή, την καθαρότητα, την αέναη κίνηση του νερού. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος στη χώρας μας που ποθεί και πασχίζει για ένα ποτάμι αλλαγών.

Ο τρόπος για να βγούμε από την κρίση είναι να αλλάξουμε. ‘Ομως, τί Ελλάδα θέλουμε;

Ζήσαμε μετά το 1974 μια περίοδο, όπου η δημοκρατία θεμελιώθηκε και κατοχυρώθηκε αδιαμφισβήτητα. Σήμερα λ.χ. μας φαίνονται ακατανόητα τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Κι όμως υπήρξαν. Οταν εγώ ήμουν φοιτητής, δεν έβγαζες διαβατήριο και δεν έπιανες δουλειά, αν δεν είχες πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης.

Μας μοιάζει σήμερα αδιανόητο το ότι πριν από το 1981 μια χωρισμένη γυναίκα χρειαζόταν επίτροπο για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αλλά έτσι ήταν.

Δεν θυμόμαστε πια πώς ήταν ο κόσμος χωρίς κινητά, ιντερνέτ και τρισδιάστατες οθόνες. Αλλά έτσι ήταν η ζωή μας, μόνον 20 χρόνια πριν. Δεν αναπολούμε, αλλά μετράμε το χρόνο και ζυγίζουμε τις αλλαγές που μεσολάβησαν. Δεν νοσταλγούμε, αλλά αναστοχαζόμαστε.

Οι πολιτειακοί θεσμοί της Δημοκρατίας κατοχυρώθηκαν. Όμως, τα θεμέλια της δημοκρατίας διαβρώθηκαν: από τη διαφθορά, την πελατειακή συναλλαγή, τη γραφειοκρατία του δημοσίου, την καρκινοβατούσα απονομή της δικαιοσύνης.

Δεν ήταν όμως κι εύκολο να αντιμετωπισθούν οι ιλιγγιώδεις αλλαγές μετά το 1989 και την πτώση του Τείχους. Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα και η τεχνολογική έκρηξη λες και ξεπάγωσαν τον κόσμο, που άρχισε να κινείται σαν τα σωματίδια, με ακανόνιστες τροχιές σε απρόβλεπτες πορείες.

Η Ελλάδα στην πραγματικότητα, παρά την ευφορία της ένταξης στον πυρήνα της Ευρώπης και το ευρώ, παρά το Ολυμπιακό πανηγύρι, δεν άντεξε αυτή την κοινωνική επιτάχυνση.

Έτσι χρεοκοπήσαμε.

Η χρεοκοπία είναι η λύση της συνέχειας, είναι από μόνη της η εκκίνηση ενός νέου κύκλου. Δεν είναι αλλαγή, είναι όμως αφετηρία για αλλαγή.[…]

Όμως η μεγαλύτερη ομολογία της χρεοκοπίας του πολιτικού συστήματος, ήταν η ίδια η διαχείριση της οικονομικής χρεοκοπίας. Με τα οριζόντια μέτρα του Προκρούστη, με έναν απροκάλυπτα οπισθοδρομικό αυταρχισμό, με τα εύκολα κλισέ άλλων εποχών, αυτό που κατόρθωσαν τελικά να επιτύχουν, ήταν η απαξίωση κάθε έννοιας μεταρρύθμισης, η επιβεβαίωση της ακινησίας. Κυρίως όμως η πανηγυρική επιβράβευση της μεγάλης αδικίας που κυριάρχησε καθ’όλη της διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Την αδικία που παρήγαγε ο κρατισμός και οι παρασιτικές συντεχνίες που ο ίδιος εξέθρεψε. Αυτές που με τη σειρά τους τον υπερασπίζονται πια λυσσαλέα. ‘Οποιος σήμερα δεν ανήκει σε κάποια κρατικοδίαιτη συντεχνία, φαίνεται πως δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Κατά τα λοιπά, ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Οι δικαστές φροντίζουν για τους μισθούς και τις συντάξεις τους, οι βουλευτές για τους λεγόμενους ένστολους που φέρνουν συντεταγμένα ψηφοφόρους, οι συνδικαλιστές για τα προνόμιά τους. ‘Οποιος σε αυτή τη χώρα κατέχει μερίδιο δημόσιας εξουσίας, αντί να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, μεριμνά για το συνάφι του. Την ίδια στιγμή όμως ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι του ιδιωτικού τομέα έχουν αφεθεί στην τύχη τους, έχουν αφεθεί στην τύχη τους, αφού βεβαίως οι συντεχνίες διαγούμισαν και ξεχαρβάλωσαν και το κράτος πρόνοιας που συντηρούσαν οι συνήθεις φορολογούμενοι μισθωτοί.

Εάν λοιπόν οι ηγεσίες της χώρας συνεχίσουν να πορεύονται, αυτιστικά και απρόσκοπτα, σε αυτόν τον δρόμο που μας χρεοκόπησε, όποιο χρώμα και αν έχει το σημαιάκι που θα μας κουνήσουν, η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα ξεκολλήσει από το τέλμα όπου τη βύθισαν, αλλά θα μπει και σε νέες περιπέτειες.

Λέμε ότι οι πολίτες στρέφουν πια την πλάτη στα κόμματα. Αυτή όμως η απόρριψη δεν Αυτή όμως η απόρριψη δεν είναι είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Οι έλληνες δεν ψάχνουν μόνο νέα κόμματα. Πάνω από όλα γυρεύουν άλλους τρόπους να ζούν και να συνυπάρχουν. Ψάχνουν άλλο κράτος, νέους δημοκρατικούς θεσμούς, ένα καινούργιο νόημα συμμετοχής στα κοινά.

Φίλες και φίλοι, σας απευθύνομαι με την αγωνία του πολίτη που ανησυχεί για το αν θα προφτάσουμε. Για το πώς θα προχωρήσουμε, όχι μόνο στον Δήμο της Αθήνας, αλλά στην κεντρική διακυβέρνηση, στην αναγκαία κατανόηση και συνεννόηση. Έχω αγωνία γιατί πιστεύω πως ο χρόνος λιγοστεύει. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να επαναλαμβάνουμε αενάως τα ίδια λάθη. Είτε με μνημόνια είτε με αντιμνημόνια.

Έχω όμως ελπίδα και πίστη, γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Υπάρχει ένα μεγάλο δυναμικό στις πόλεις μας, δηλαδή στα πραγματικά εργαστήρια ζωής και πολιτισμού. Όλο και περισσότεροι πολίτες αλλάζουν τον εαυτό και τη ζωή τους. Δεν κάνουν θεαματικά πράγματα με την έννοια του να μεταμορφώσουν την πόλη. Όμως τετράγωνο με τετράγωνο, γειτονιά με γειτονιά, αναγνωρίζεις νέους δεσμούς. Αυτοί που δεν έχουν, δίνουν. Ανακαλύπτουν τρόπους ώστε η έλλειψη αγαθών να γίνει πλούτος σχέσεων, επινοούν κοινές δρασεις για να ομορφύνει ο χώρος τους, έξυπνες πρακτικές ώστε να χαίρονται πιο συχνά, να απασχολούνται δημιουργικά.

Αναπτύσσεται έτσι μια νέα κοινή συνείδηση, που είναι πιο λειτουργική και βιώσιμη, γιατί είναι ανταλλακτική και συνεργατική, δηλαδή δικτυακή.

Αυτούς τους δεσμούς θέλουμε, τους δεσμούς αυτούς θα τους κάνουμε θεσμούς. Στη δημοτική διακυβέρνηση χωρίς περιορισμούς. Αλλά και στις προσπάθειες και πρωτοβουλίες μας για νομοθετικές αλλαγές, για μια ριζική μετατροπή του τοπίου.

Φίλοι και φίλες. Θέλουμε επειγόντως, όχι μόνο ένα αλλά πολλά διαφορετικά ποτάμια. Το καθένα με τις πηγές του και τη διαδρομή του. Που δεν θα χάνονται όμως μοναχικά, αλλά θα συναντιούνται για να ανακατέψουν τα νερά των ιδεών τους και να πολλαπλασιάσουν την ορμή τους».





Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ............


Εν μέσω της "εθνικής" χαράς βρήκα ένα επικαιρικό άρθρο, το οποίο υιοθετώ και παραθέτω. Συγγραφέας είναι ο Ραούλης Βασίλης.


Δεν ήμουν και δεν είμαι λάτρης του ποδοσφαίρου. Δυσκολεύομαι αφάνταστα να παρακολουθώ αγώνες, ακόμα και εκείνους για τους οποίους … «αδειάζουν οι δρόμοι»!

Βλέπω τις φωτογραφίες από το Μουντιάλ της Βραζιλίας, νοιώθω την ψύχωση πολλών με τις εθνικές ομάδες και συνεχίζω να κουράζομαι με τις ανούσιες συζητήσεις για τα γκολ, τις φάσεις, τους διαιτητές, τους παίκτες…

Θέλω να γράψω όμως για τη χώρα που φιλοξενεί το σωτήριο έτος 2014 το «γεγονός», το Μουντιάλ. Και θα ήθελα να θυμίσω πως πίσω από τις εικόνες που πλασάρονται στα ΜΜΕ υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα, μιας χώρας που υποφέρει και που πονά.

Δυστυχώς για τους ίδιους τους Βραζιλιάνους η χώρα τους δεν είναι η Κόπα Καμπάνα, όπου ταλέντα της Βραζιλίας επιδεικνύουν τις δεξιότητές τους και μάνατζερς συρρέουν για να καπαρώσουν δικαιώματα –και να τα μοσχοπουλήσουν στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά.

Η πραγματική Βραζιλία βρίσκεται αλλού πνιγμένη από τα προβλήματα της καθημερινότητας, μιας κοινωνίας υπό διωγμό και διάλυση!

Τα κοινωνικά προβλήματα στην «χώρα του καφέ» είναι τέτοια που δεν χωράνε στην χλιδάτη βιτρίνα των «celebrity» και την βιομηχανία του θεάματος. Η έλλειψη άρτου συνδυάζεται με τον αποκλεισμό από την εκπαίδευση και την υγειονομική πρόνοια καθώς και την γιγάντωση της εγκληματικότητας.

Η πλειοψηφία της νεολαίας της χώρας συνθλίβεται στις συμπληγάδες πέτρες των ναρκωτικών και των συμπλοκών με (αντίπαλες) συμμορίες και την αστυνομία.

Οι περίφημες «φαβέλες» παραμένουν το σήμα κατατεθέν της καθημερινής ακροβασίας ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο.

Όλα τούτα δεν κατόρθωσε να ψαλιδίσει (έστω) η διαχείριση του Λούλα και της διαδόχου του Ντ. Ρούσεφ. Συνδικαλιστής της αριστεράς ο πρώτος, βασανισθείσα από την στρατιωτική δικτατορία (1964-1985) η δεύτερη, ανήλθαν στην προεδρία της χώρας με διακηρύξεις για την αντιμετώπιση των θεμελιωδών προβλημάτων (επιβίωσης και ανθρώπινης διαβίωσης) των κατοίκων.

Παρά τις ακτιβιστικές κορώνες, όπως το «φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε», η κατάσταση παρέμεινε εν πολλοίς ανεξέλεγκτη. Το αυξημένο ειδικό βάρος του κράτους της Βραζιλίας αδυνατεί να συγκαλύψει την κοινωνική κρίση του τόπου.

Τα μυθώδη ποσά που ξοδεύτηκαν για τις εγκαταστάσεις και τις συνοδές δράσεις που συνδέονται με το Μουντιάλ αποτέλεσαν την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής.

Εκπαιδευτικοί, οδηγοί μέσων δημόσιας συγκοινωνίας, νοσηλευτές και πλήθος άλλων κοινωνικών κατηγοριών αποφάσισαν να διαδηλώσουν την αγανάκτησή τους. Οι καθημερινές συγκρούσεις, την ώρα που η χλιδή και η υποκρισία της μεθυστικής προφάνειας υπερπροβάλλονται, δείχνουν το μέγεθος της έντασης και της απελπισίας. Καθώς οι πρωταγωνιστές τους ελπίζουν να κλέψουν λίγη από την δόξα του Νεϊμάρ και του Μέσι, ευελπιστώντας στην αλληλεγγύη των ανθρώπων απανταχού της γης.

Αλλά προσοχή μην ενοχλείτε τους ανθρώπους όταν βλέπουν το ποδόσφαιρο…

Πηγή: http://ra64.wordpress.com/2014/06/19/brazil/

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΛΟΓΟΣ


Ενα άγνωστο σε πολλούς και ιδιαίτερα καυστικό κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι με τον τίτλο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό» που το έγραψε το 1980 στη Μελβούρνη, δημοσιεύει η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 20 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή.


Η εφημερίδα αναφέρεται στο ιστορικό του άρθρου και παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ από την επίσκεψη του συνθέτη στη Μελβούρνη.

Αυτούσιο το κείμενο έχει ως εξής:

«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Εγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.



ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».


Πηγή: http://www.tanea.gr/news/culture/article/5132858/agnwsto-keimeno-toy-manoy-xatzidaki-dhmosieyei-h-omogeneiakh-efhmerida-neos-kosmos-ths-melboyrnhs/

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: 20 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ



     
Ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας σαν σήμερα, στις 15 Ιουνίου του 1994.Ένας φιλελεύθερος αστός, όπως αυτοπροσδιοριζόταν, δηλώνοντας ωστόσο ότι «καμία πολιτική σκοπιμότητα δεν θα με κάνει να πω το μαύρο-άσπρο και το άσπρο-μαύρο, συνεπώς δεν είμαι το κατάλληλο στοιχείο για συμπαράσταση σε οργανωμένες καταστάσεις».
«Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα», έγραψε ο ίδιος ο Μάνος Χατζηδάκις για τον εαυτό του.
    ——————-    Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.
Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (ΓκάτσοςΣεφέρηςΕλύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Γνωριμία με τον Κουν
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.
Χατζιδάκις και σινεμά
Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.
Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.
Η γέννηση του «Τρίτου»
Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.
———–
Τα δικά του λόγια  ταιριάζουν καλύτερα για να περιγράψουν την προσωπικότητα και το έργο του: «Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια. Δεν είναι το τραγούδι μου μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες…»
.Πηγή: http://camerastyloonline.wordpress.com/2014/06/15/20-xronia-xoris-to-mano/





Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

«Όταν το Έθνος ευρίσκεται εις κόμματα»...

Μας έσωσε από την πείνα και τη σκλαβιά
Με αφορμή το εξεταζόμενο στις Πανελλαδικές εξετάσεις μάθημα της ιστορίας, βρήκα άκρως ενδιαφέρον ένα άρθρο του καθηγητή Π.Μπουκάλα για την εθνική μας ιστορία σε αντιδιαστολή με την ιστορική αλήθεια, το οποίο και παραθέτω.


Η ιστορία διδάσκει. Ετσι μας έμαθαν απ’ το δημοτικό. Κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς από μια στιγμή κι έπειτα να λέμε στους μικρότερους, με τεντωμένο το δάχτυλο της αυθεντίας. Και όντως διδάσκει η ιστορία. Αλλά υπό μία αυστηρή προϋπόθεση: ότι την ξέρουμε ή τέλος πάντων ότι προσπαθούμε να τη μάθουμε, να μάθουμε κάποια από τα αναρίθμητα κεφάλαιά της, όσα κατ’ εξοχήν μάς αφορούν. Και, δεύτερη προϋπόθεση, ότι στην προσπάθειά μας να μάθουμε την ιστορία (μας), αποκλείουμε τίμια και εξαρχής το στρογγύλεμα εκείνο που θα βόλευε τις εθνικές μας φαντασιώσεις• ότι πετάμε τις παρωπίδες, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε πράγματα και όχι ινδάλματα, ανθρώπους και όχι ημιθέους.

Και αφού συνηθίζουμε να λέμε, τάχα σολωμιστές φανατικοί, ότι εθνικό είναι το αληθές, δεν θα ’λεγε την αλήθεια κανείς αν ισχυριζόταν (όπως αναρίθμητοι πάντως ισχυρίζονται, επώνυμοι, επίσημοι, αρμόδιοι) ότι την ιστορία μας, την ιστορία της Ελλάδας και των Ελλήνων, τη διδασκόμαστε (και, με τη σειρά μας, τη διδάσκουμε) ακέραιη και όχι νοθευμένη από την ιδεολογική της χρήση και κατάχρηση, όχι προκρούστεια προσαρμοσμένη σε μοντέλα εξιδανικευτικά και αυτοδικαιωτικά. Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. Και καταντούμε έτσι ευεπίφοροι στην υιοθέτηση οποιουδήποτε νεόκοπου αστικού μύθου υπηρετεί τη βαυκαλιστική εθνική μας φιλαυτία, ακόμα κι αν συγκρούεται κατάφωρα με την απτή πραγματικότητα.

Αν λοιπόν η ιστορία δίδασκε, κι αν τα μαθήματά της γίνονταν οδηγός ατομικού και κοινωνικού βίου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε στάση σε δυο-τρία ζητήματα κρίσιμα για την πορεία του «εθνικού σκάφους». Να ξαναδούμε λ.χ. αν μας τιμά το ότι επιτρέπουμε να υφίσταται κακοήθη εξαλλαγή η έννοια του πολίτη, ο οποίος υποβιβάζεται σε πελάτη. Σε πελάτη του κράτους, ή μάλλον των κομμάτων εξουσίας με τα οποία ταυτίζεται το κράτος ήδη από τη σύστασή του. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τις πιεστικές ανάγκες που τον υποχρεώνουν να ζει διπλή ζωή, μία στη φαντασία του (όπου υπάρχει ελεύθερος) και μία στην καθημερινότητά του, όπου, για να ξεπεράσει τα βιοτικά προβλήματα ή για να ζήσει παρασιστικά, εις βάρος του συνόλου, καταντάει κόλακας των ισχυρών και εθελόδουλος υπηρέτης τους - ένας πελάτης απολύτως εξαρτημένος, με νόμισμά του την ψήφο του, ατομική ή οικογενειακή. Αλλά ήδη αυτή η εξαλλοίωση του χαρακτήρα της ψήφου, που από εικόνα ελεύθερου φρονήματος μετατρέπεται σε πιστοποιητικό υποταγής στους κομματάρχες, διαβρώνει το ίδιο το πολίτευμα, αφού καθιστά τους πολίτες εκούσιους ή εξαναγκασμένους ομήρους των κομμάτων, τα οποία γεύονται το κράτος σαν λάφυρό τους. Για ποια δημοκρατία μπορούμε να μιλήσουμε έπειτα; Και πόσο σοβαρές μπορούμε να θεωρήσουμε τις τωρινές διαβεβαιώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων ότι έφτασε ο καιρός να καταλυθεί το πελατειακό σύστημα, αυτή η ακένωτη πηγή διαφθοράς και ανομίας;

Σημείωσα λίγο παραπάνω ότι το νεοελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως δέσμιο των κομμάτων, είχε δηλαδή εξαρχής μειωμένη εσωτερική ελευθερία (για την «εξωτερική», ως προς τους συμμάχους, αρκεί να θυμηθούμε πώς βαφτίζονταν τα κόμματα, «γαλλικό», «αγγλικό» ή «ρωσικό»). Αυτή η κατάρα, να είναι το κράτος λεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος που πετάει κοψίδια στους δικούς του, δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τον τόπο, καθηλώνοντάς τον στην αδικία, τη διαφθορά, την ανισότητα, την ανελευθερία. Ενα επεισόδιο από τα χρόνια της Επανάστασης, σε μια περίσταση όντως δραματική, θα είχε πολλά να πει αν η ιστορία δίδασκε πράγματι. Χειμώνας του 1826. Βόλια και τρόφιμα σπανίζουν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Συγκροτείται επιτροπή για να μεταβεί στο Ναύπλιο, να ζητήσει βοήθεια. Αλλα «κατά δυστυχίαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Χειμαριώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος, «είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των πληρεξουσίων και των κομμάτων• άρα ήτον εις τον μεγαλύτερον βρασμόν αι φατρίαι. Και ημείς, όντες σχεδόν ένα χρόνον εις το Μεσολόγγιον, όπου δεν εσπουδάζαμε άλλο [...] από τον πόλεμον• όπου δεν ωμιλούσαμε δι’ άλλο ειμή διά κανονοστάσια, περιτειχίσματα και τάφρους• όπου δεν ηκούομεν άλλο παρά κρότους κανονίων και τουφεκίων και εκρήξεις βομβών και οβουζοβόλων, ήμεθα ως νήπια εις αυτό το νέον στάδιον». Διότι, συνεχίζει, «ούτε Κωλεττίσται ήμεθα, ούτε Μαυροκορδατίσται, ούτε και καμίας άλλης φατρίας, ειμή Ελληνες πατριώται». Αυτό ήταν το μέγα λάθος τους: Γιατί «όταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα, η αδιαφορία δεν προξενεί καλόν, αλλά μάλιστα βλάβην• και ιδού πραγματικώς τι μετά ημέρας εσυνέβη ημών των ιδίων• αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμε να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρεσαν όλα τα κόμματα απ’ ημάς, και εν ω τους ωμιλούσαμε διά το Μεσολόγγιον, όλοι έλεγον το “ναι, έχετε δίκαιον”, αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον• εν ω αν είχομεν εγκολπωθή εν κόμμα, με τον ψήφον του Μεσολογγίου ενισχύετο, και επομένως αυτό το κόμμα ήθελε ήτο ο προστάτης του Μεσολογγίου».

Κι ενώ το Μεσολόγγι το έζωνε ο θάνατος, στο Ναύπλιο οι κομματάνθρωποι συνέχισαν να «αισχροκερδίζουν» εις βάρος του και να σπαταλούν το Δάνειο με την Αγγλία. Για να κατανοήσει έτσι ο Σπυρομίλιος ό,τι έχουν καταλάβει γενιές και γενιές: πόσο ψέμα υπάρχει κάτω από την πατριδοκάπηλη ρητορική: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχομεν όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος δηλαδή, ότι δεν εθωρούσαμε όλοι τα πράγματα με το αυτόν όμμα• ούτως αρχίσαμε ν’ απελπιζώμεθα διά το Μεσολόγγιον [...]• ελυπούμεθα λοιπόν διότι έλειπεν το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού». Τίποτα παλιό. Και τίποτα καινούργιο.

Παντελής Mπουκάλας, kathimerini.gr/ 26/2/2012



Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Η «πτώση της Βαστίλης» ή αλλιώς η καρατόμηση του Θεοχάρη.Επί-καιρικόάρθρο από τον Εγελιανο σχολιαστή στο TVXS



 
Και ως εκ του θαύματος τα καταφέραμε! Κυβέρνηση, συγκυβερνήτες, αντιπολίτευση, πολιτικοί και πολιτικάντηδες, δεξιοί και αριστεροί, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, απολυμένοι γενικώς, λογιστές, επιχειρηματίες, φοροφυγάδες, κομπιναδόροι, πλούσιοι και φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι μαζί τα καταφέραμε. Διώξαμε τον κατ’ εξοχή μισητό άνθρωπο. Αυτόν που ευθύνεται για όλα μας τα δεινά, αυτόν που μας έφερε στη δυστυχή κατάσταση να μην έχουμε μία, τον άνθρωπο που ήταν ο εκφραστής και ο εντολοδόχος των ξένων, των ημεδαπών, του κεφαλαίου και όποιου άλλου οργανωμένου και ανοργάνωτου προσώπου και χώρου μπορούμε να φανταστούμε ή να του προσάψουμε. Ο Θεοχάρης έγινε μέσα σε ένα και κάτι χρόνο ο δικός μας Λουδοβίκος, ο δικός μας Ρωμανόφ ή εν τέλει, κάτι αντίστοιχο απεχθές και μισητό με τους προηγούμενους.
Οι νικητές χαμογελάνε αυτάρεσκα και έχουν «στρώσει το χαλί» για το διάδοχο πρόσωπο ή είναι στα μαγειρέματα (παλιά μου τέχνη κόσκινο!). Έχουν βγάλει χαρτί και μολύβι, σβήνουν και γράφουν, συζητούν και παζαρεύουν για το ποιος θα είναι αυτός που θα αναλάβει το πόστο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, έτσι ώστε να υλοποιήσει μια προαποφασισμένη και συμφωνημένη πολιτική, χωρίς όμως να μιλάει, δίχως να προσπαθεί να «σπάσει αυγά» και το πιο σημαντικό, να είναι ανίκανος να ενοχλήσει το εγχώριο πελατοκρατικό, ρουσφετολογικό, συντεχνιακό και εξόχως αναποτελεσματικό και υποκριτικό πολιτικό σύστημα, που είναι, παραμένει και συνεχίζει να μάχεται για το ιδιοτελές του συμφέρον.
Οι ξένοι, η Κομισιόν και οι τροϊκανοί «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου». Είτε είναι αφελείς, είτε τα «έχουν κάνει πλακάκια» με την ντόπιους εξουσιαστές. Οι ξένοι δείχνουν ότι φοβούνται το αυτονόητο. Την μπαμπεσιά του Ρωμιού. Ο Έλληνας ζυγό δεν δέχεται, αρκεί να έχει αυτός το ζύγι και να ορίζει το μέγεθος της αλυσίδας και το εύρος της του κελιού. Και προπάντων, εκείνος που θα φοράει την αλυσίδα και θα είναι μέσα σε ένα στενάχωρο κελί να είναι ο διαχρονικός και αέναος Καραγκιόζης.
Για αυτό μην ξεχνιόμαστε. Οι δικοί μας ξεπάστρεψαν τον Καποδίστρια, φυλάκισαν τον Κολοκοτρώνη και έστειλαν στο πυρ το εξώτερο τον Βενιζέλο (τον Ελευθέριο, όχι την συνεπώνυμή του καρικατούρα). Ο Θεοχάρης εφάρμοζε μια προαποφασισμένη και ψηφισμένη από την πλειοψηφία της Βουλής των Ελλήνων (αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ή να το αμελούμε) πολιτική που έχει το όνομα «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα» 1, 2 και 3. Έκανε αυτό που τον πλήρωναν να κάνει, ευσυνείδητα, οργανωμένα και συστηματικά. Και όταν τον αξιολογούσαν εκείνοι οι οποίοι τον έλεγχαν, του έδιδαν υψηλό βαθμό. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ο Θεοχάρης εκτέλεσε ένα πρόγραμμα με ακρίβεια, δουλεύοντας πολύ και ξέροντας (εκτός και εάν είχε άγνοια κινδύνου) ότι το σύστημα ξέρει μόνο να ξερνάει. Το μόνο παραπάνω που έκανε ήταν ότι μιλούσε, επικοινωνούσε και κυκλοφορούσε. Ενώ οι άλλοι, εκείνοι που νομοθετούσαν και ψήφιζαν τα Μνημόνια, κρύβονται ή μιλάνε σε στημένα πάνελ στα διαπλεκόμενα μέσα μαζικής αποχαύνωσης ή κάνουν αυτό που ξέρουν πολύ καλά ή το έχουν μάθει από τους πολιτικούς τους μέντορες: συκοφαντούν, διασπείρουν φήμες, τάζουν και προσφέρουν, σκύβουν και υποκλίνονται.
Έλληνες και Ελληνίδες! Τα καταφέραμε! Διώξαμε τον εκφραστή του αυτοκρατορικού συστήματος, μόνο που άλλο κεφάλι έπεσε. Για μια ακόμη φορά, έτσι για να αποδεικνύουμε την κοντή μας μνήμη (το είχε πει άλλωστε και ο Μητσοτάκης ο πρεσβύτερος), η λαιμητόμος της υποτελούς νεοδημοκρατικής ελιάς, προσέφερε στον οργισμένο, αμόρφωτο και απαίδευτο όχλο αυτόν που ήθελε. Έδωσε βορά στο διαμαρτυρόμενο και κραυγάζον πλήθος, τον υπεύθυνο για τις απολύσεις των καθαριστριών, των σχολικών φυλάκων, των δημοσιογράφων και τεχνικών της ΕΡΤ, των δασκάλων και καθηγητών, και όλων των απολυμένων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα! Και έτσι το πολιτικό σύστημα, κυβερνητικό και αντιπολιτευτικό, μεμιάς ξεμπέρδεψε. Πάρτε το κεφάλι του και σκυλέψτε το!
Έτσι κι αλλιώς, το σύστημα φροντίζει να μας υπενθυμίζει: «εμείς είμαστε εδώ για να σας ελέγχουμε, να σας προστατεύουμε, να σας καθοδηγούμε, μα πάνω από όλα, να ορίζουμε το μέλλον σας». Οι δυνάμεις της αντίδρασης, του σύγχρονου Μεσαίωνα, της στασιμότητας, της διαπλοκής και της διαφθοράς παραμένουν δυνατές και σφιχταγκαλιασμένες. Πίνουν τον καφέ τους στο Κολονάκι και στήνουν την επόμενη ημέρα πίσω από τα κλειστά γραφεία τους που εκτείνονται από τα ψηλά της Βασιλίσσης Σοφίας έως τα χαμηλά του Συντάγματος. Μαζί με αυτούς, σε ρόλο «πτωχού συγγενούς», είναι οι κρατικοδίαιτοι και συστημικοί συνδικαλιστές που «τρέφονται» με ταξίματα και δοσίματα, οι διευθυντές που Υπουργείου που κουβαλάνε όπου και να πάνε την καρέκλα τους κάνοντας ότι δουλεύουν και ότι εκτελούν τις άνωθεν εντολές και τελευταίοι έρχονται οι υπάλληλοι που κουρνιάζουν πίσω από τις εντολές και τις εγκυκλίους αποστεωμένοι και αναποτελεσματικοί, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι και οι «εραστές της εξουσίας» ετοιμάζονται να ράψουν κοστούμια για να κάνουν με άλλον τρόπο «τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου» (και η αναφορά δεν έχει να κάνει με την εφαρμογή ή όχι των Μνημονίων, αλλά με τις πρακτικές άσκησης εξουσίας και επιβολής της στους αυτόχθονες και ετερόχθονες γηγενείς).
Σε ένα τέτοιο θλιβερό και αποκρουστικό κοινωνικό και εργασιακό τοπίο, καλούνται οι υγιώς σκεπτόμενοι να αντιδράσουν, να σταθούν ορθοί και να διεκδικήσουν την χειραφέτησή τους. Ο τύποις παραιτηθείς και ουσιαστικώς εκπαραθυρωθείς Θεοχάρης, μίλησε φωναχτά για τη χειραφέτηση των υπαλλήλων του και την αλλαγή της φορολογικής συνείδησης και νοοτροπίας των πολιτών. Αυτά από μόνα τους ήταν ικανά για να του «τραβήξουν το χαλί», να του «βάλουν τρικλοποδιές» και να του φορτώσουν όλα τα κρίματα των ξενόδουλων πολιτικών που ανερυθρίαστα ψηφίζουν ότι τους σερβίρουν.
Κλείνοντας το εν θερμώ συγγραφέν άρθρο, ο Θεοχάρης ήταν αυτός που ήταν. Από σήμερα επιλέχθηκε από το σύστημα να ανήκει στο παρελθόν του Υπουργείου Οικονομικών και η αποτίμηση του έργου του πρέπει να γίνει με ψυχρό μυαλό και από απόσταση. Τον τιμάει η δική του υποβολή παραίτησης και η σιωπή του (τουλάχιστον για τις πρώτες ημέρες). Δείχνει ήθος και πολιτισμό. Προς το παρόν, τον χορό σέρνουν οι ύαινες και οι συκοφάντες των υπουργικών διαδρόμων. Οι τιμητές απουσιάζουν ή φοβούνται τον μιντιακό εξοστρακισμό. Όμως ένα πράγμα μην ξεχνάμε. Μπορεί η Βαστίλη να έπεσε και τα μισητά πρόσωπα να εκτελέσθηκαν, τα Χειμερινά Ανάκτορα να πατήθηκαν και η Αγία Τσαρική Οικογένεια να έσβησε, αλλά το απολυταρχικό σύστημα δεν κατέρρευσε. Ο Λουδοβίκος έφυγε, αλλά η Τρομοκρατία και ο Ναπολέοντας σάρωσαν τα πάντα. Ο Ρωμανόφ έφυγε, αλλά ο Στάλιν και τα Γκούλαγκ κυριάρχησαν. Ο Θεοχάρης έφυγε, η πολιτική άλλαξε; Η απάντησή δική σας

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΨΩΜΙ ΩΣ ΒΑΣΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

                

Ο μήνας Ιούνιος, στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία, ήταν συνυφασμένος με τον θερισμό του σιταριού. Ήταν ο μήνας όπου από την παραγωγή του σιταριού εξαρτιόταν η επιβίωση της φαμελιάς. Για τον λόγο αυτό, σήμερα πρώτη Ιούνη (θεριστή), γίνεται ένα μικρό αφιέρωμα στο βασικό είδος διατροφής, το ψωμί. Εξάλλου, το σιτάρι (ψωμί), το αμπέλι (κρασί) και η ελιά (λάδι) συνιστούν για τον μεσογειακό χώρο, διαχρονικά και συγχρονικά, βασικά προϊόντα αγροτικής παραγωγής όσο και σημαίνοντα πολιτισμικά στοιχεία. Καθορίζουν τον τόπο και το τοπίο και είναι συνυφασμένα με καθημερινές και εορταστικές πρακτικές και εκφράσεις του λαϊκού/παραδοσιακού πολιτισμού. Συνιστούν την γνωστή μεσογειακή διατροφική τριάδα και είναι επιφορτισμένα με συμβολικούς ρόλους στις διαβατήριες τελετές και στα έθιμα του κύκλου της ζωής.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι τμήμα από σχετική εργασία που εκπόνησα στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας: ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Η παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, η οποία συμβατικά ορίζεται από την Τουρκοκρατία μέχρι και τη δεκαετία του 1960, ήταν κυρίως αγροτοποιμενική. Διακρινόταν για τη σταθερότητα της διατροφικής συνήθειας, καθώς και για την εθιμολατρευτική τελετουργία ως προς τους τρόπους παρασκευής και κατανάλωσης των τροφών. Η τροφή, ως στοιχείο εθιμικής τελετουργίας, διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις, τις ψυχικές ανάγκες που κάθε φορά καλύπτει, τις κυρίαρχες αντιλήψεις και τις εθιμικές πράξεις του λαού. Στον ελλαδικό χώρο, το σιτάρι, το λάδι και το κρασί, θεωρούνται βασικά είδη διατροφής, και η κατανάλωσή τους συνδέεται με πολλά έθιμα, προλήψεις και δοξασίες. Η καλλιέργειά τους προϋποθέτει σκληρή  χειρονακτική και συλλογική εργασία, μέχρι να αποδώσει καρπούς. Ο παραγωγός, στην προκαπιταλιστική οικονομία, οργώνει τη γη, σπέρνει και θερίζει τον καρπό, και έτσι συμμετέχει σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Θεωρείται φυσικό λοιπόν τα προϊόντα αυτά το μόχθου, που,  άλλωστε, αποτελούν και βασική τροφή για την επιβίωση, να τα συμβολοποιεί. Με τα προϊόντα αυτά, ο άνθρωπος στην παραδοσιακή κοινωνία, είναι εξοικειωμένος, αφού από την αρχαιότητα ο ίδιος είναι παραγωγός και καταναλωτής. Αναφορές, για τα βασικά στοιχεία της καθημερινής διατροφής των ανθρώπων στην αρχαιότητα, υπάρχουν σε κείμενα της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας (Βάκχες, Οδύσσεια, Ιλιάδα ).
Παρατηρούμε ότι το ψωμί, το κρασί και το λάδι συνδέονται με ιδιαίτερες στιγμές ή φάσεις του ανθρώπινου βίου, και αποκτούν έτσι συμβολικό χαρακτήρα. Τέτοιες τελετές, οι λεγόμενες διαβατήριες, τις συναντάμε τόσο στον κύκλο της ζωής του ανθρώπου,(γέννηση, βάπτιση, γάμος, θάνατος) όσο και με τις εναρκτήριες διαβατήριες στιγμές του χρόνου(Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά, Λαμπρή).
 Στο λαϊκό- παραδοσιακό τελετουργικό,  υπάρχουν στοιχεία της παγανιστικής θρησκευτικής παράδοσης, τα οποία διατηρήθηκαν και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού. Τα τρία αυτά βασικά είδη διατροφής, αποκτούν και συμβολική κοινωνική διάσταση, αφού θεωρούνται παράγοντες κοινωνικής διαφοροποίησης, στη σχέση πλούσιου-φτωχού.
Ειδικότερα, για το ψωμί:
Η αγροτική και ποιμενική ζωή στην παραδοσιακή κοινωνία συνδέεται με τη γη και έτσι ακολουθεί έναν αέναο κύκλο των εποχών. Από τη σπορά του καρπού μέχρι και τη συγκομιδή, οι αγρότες ξεχώρισαν κάποιες ημέρες γιορτής μέσα στον ετήσιο αυτό κύκλο. Οι γιορτές που περιλαμβάνει το λαϊκό εορτολόγιο καθορίζουν και τις διάφορες διαιτητικές συνήθειες. Έτσι, οι τροφές και τα γεύματα, κατά τις γιορτινές ημέρες, είναι πλούσιες ακόμη και για τη φτωχή οικογένεια. Οι άνθρωποι, τότε, πίστευαν ότι ένα πλούσιο –γιορτινό τραπέζι θα είναι καλό και θα φέρει καλή σοδειά και συνακόλουθα πλούτο στο νοικοκυριό. Η κατανάλωση του ψωμιού δεν κάλυπτε μόνο βιολογικές ανάγκες, αλλά κάθε φορά, με βάση τη γεύση και ιδιαίτερη εμφάνιση, αποκτούσε ιδιαίτερη χρήση, στο πλαίσιο των θρησκευτικών ή κοινωνικών εκδηλώσεων, όπως επίσης και σε διάφορους μεταβατικούς σταθμούς της ζωής του ανθρώπου. Ο άνθρωπος θεωρούσε το ψωμί ιερό. Για τον λόγο αυτό, δεν το πετούσε, ούτε το έριχνε στους σκύλους, ενώ όταν έπεφτε κάτω από το τραπέζι, το έπαιρνε το σταύρωνε και το φιλούσε.
 Κατά τη διάρκεια της παρασκευής του ψωμιού ακολουθείτο μια ορισμένη τελετουργική διαδικασία, με ιδιαίτερο συμβολισμό. Η νοικοκυρά, στο πλαίσιο του τελετουργικού, έπρεπε, ανήμερα του Σταυρού, να φτιάξει το προζύμι με νερό και αλεύρι και, αφού τοποθετούσε μέσα στο ζυμάρι  και τα τρία κλαράκια του βασιλικού, θα το φύλαγε σε δροσερό μέρος. Το προζύμι της ημέρας εκείνης φυλασσόταν, αλατισμένο με χοντρό αλάτι, σε πήλινο δοχείο με σκοπό να χρησιμοποιηθεί όλο τον χρόνο. Σε άλλα μέρη το προζύμι γινόταν με νερό που το είχαν βράσει με άνθη από τον Επιτάφιο. Ο άρτος αυτός λεγόταν εφτάζυμος και καταναλωνόταν στις μεγάλες  γιορτές, όπως επίσης και σε μεγάλες χαρές της οικογένειας.
Το ψωμί, στις μεγάλες χριστιανικές γιορτές, κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εορταστικά φαγητά. Για το λόγο αυτό το ψωμί αποτελεί, κοινό χαρακτηριστικό του παραδοσιακού πολιτισμού σε όλα τα μέρη του Ελληνισμού Το ψωμί ξεχωρίζει στο τραπέζι των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα. Για τα Χριστούγεννα ετοίμαζαν το Χριστόψωμο, το οποίο γινόταν από «καθάριο» αλεύρι. Το προζύμι για το Χριστόψωμο «αναπιανόταν» την παραμονή των Χριστουγέννων, από το καλύτερο αλεύρι. Στο πανηγυρικό τραπέζι των Χριστουγέννων, πρώτα έκοβαν «του Χριστού το ψωμί». Ο πατέρας, αφού το σταύρωνε, έλεγε «χρόνια πολλά και του χρόνου». Στη συνέχεια, το έκοβε σε φέτες και μοίραζε από μια στον καθένα, και θα «υψώσουν στο τραπέζι» Η βασιλόπιτα ήταν απαραίτητη για την ημέρα της Πρωτοχρονιάς και ήταν φτιαγμένη από υλικά με βάση το σιτάρι, ενώ η κουλούρα  του Πάσχα με το πασχαλιάτικο αυγό, κοσμούσε το γιορτινό πασχαλιάτικο τραπέζι. Ακόμη, από το σιτάρι γινόταν η λαγάνα που καταναλωνόταν  την Καθαρή Δευτέρα. Η στενή σχέση του Έλληνα με το ψωμί έχει αποτυπωθεί στις φράσεις: « ψωμί και προσφάι» ή «να πεις το ψωμί ψωμάκι»