Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Η ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ Χ. ΜΙΣΣΙΟΥ ΡΗΝΙΩ ΠΑΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ



 

Η αριστερή στιγμή του πρωθυπουργού

Γ​​ια χρόνια βγαίνοντας από το σπίτι μου έβλεπα στον απέναντι τοίχο τον στίχο του Σαββόπουλου «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Το εμπέδωσα. Ολα αλλάζουν γύρω μας κι εντός μας, μαζί κι εγώ – μέσα κι έξω. (Από τα πρώτα μαθήματα της διαλεκτικής.) Στην εξορία απώλεσα την ιδεολογική μου αθωότητα, την «αριστερά» μου παρθενία. Εκεί, από την πρώτη στιγμή, από το 5ο Τμήμα το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όπου βρέθηκα στριμωγμένη ανάμεσα σε πρωτοκλασάτα στελέχη της Αριστεράς, κι ώσπου απολύθηκα από την Αλικαρνασσό, τον Αύγουστο του 1970, πέρασα, με επιτυχία νομίζω, το μάθημα του αυτοσεβασμού, της προσωπικής ευθύνης και της αξιοπρέπειας, με αναφορά πάντα στην κλασική μου παιδεία και την έννοια της Δημοκρατίας. Εκεί ήταν που έχασα το απλοϊκό κριτήριο του «δικός» μας όσον αφορά την πολιτική-ηθική αξιολόγηση και τοποθέτηση των ανθρώπων. Εκεί είπα, αλίμονο αν πρέπει να αντέξει κανείς υπερασπιζόμενος απλώς τη γραμμή του κόμματος. Και όσο για το «δικός» μας, έμπαζε πια από παντού. Ή εγώ μεγάλωνα και δεν χωρούσα ή πολλά «δικά» μας είχαν στενέψει αφόρητα. Οπωσδήποτε διαπίστωνα πως τα ίδια κοινωνικά, ιστορικά και συναισθηματικά γεγονότα τα σχολιάζαμε διαφορετικά.
Γεννήθηκα στο Σουφλί με τα μεταξουργεία, μέσα σε αριστερή οικογένεια. Βίωσα από παιδάκι ως «Αριστερά» την αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής και τον Εμφύλιο, με τον πατέρα μου αντάρτη, τη μητέρα, τις αδελφές και τον αδελφό μου στις φυλακές, στις εξορίες, στο Εκτακτο Στρατοδικείο, κι εγώ, αδέσποτο, σε παραμεθόριο περιοχή, δίπλα στα πεδία των εμφύλιων συγκρούσεων. Στην εφηβεία μου επέλεξα συνειδητά την ηττημένη Αριστερά – κι ας λέει ο ανεψιός μου ότι ήταν μονόδρομος για μένα! Γιατί η Αριστερά που γνώρισα στο άμεσο περιβάλλον μου είχε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που με συγκινούσαν: αυταπάρνηση, λεβεντιά, αγάπη για την πατρίδα, ηρωισμό, προσωπική ευθύνη και όραμα για έναν κόσμο με δικαιοσύνη, ισότητα και αλληλεγγύη. Και μέσα σε όλα αυτά πίστευα πως χωρούσε ένα πιο προσωπικό αιτούμενο, γιατί με τρόμαζε η ομοιομορφία. Ηθελα έναν κόσμο που να χωράει, να αποδέχεται με σεβασμό και, σχεδόν με ευγνωμοσύνη θα ’λεγα, τη διαφορετικότητα. Γιατί μέσα στην άγουρη συνείδηση και τον ρομαντισμό μου πίστευα πως εκεί συχνά κυοφορείται το σπέρμα του καινούργιου, μιας άλλης αλήθειας. «Ιδού εγώ λοιπόν» και η Αριστερά μου.
Ωστόσο «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μου μελαγχολία». Μεταπολίτευση. Μπάχαλο το αριστερόμετρο. Το μέτρο του παρελθόντος, που λεγόταν και συνέπεια και αντοχή στις διώξεις και πίστη στη γραμμή, δεν είχε πλέον καμιάν αξία. Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το νομικό πλαίσιο που έδινε υπόσταση στους όρους Αριστερά-Δεξιά ανατράπηκε. Το να δηλώνει κανείς αριστερός όχι μόνο δεν είχε κόστος, αλλά προσέθετε και κύρος εκείνη την εποχή. «Φοριόταν» που λένε, ήταν της μόδας.

Η δημοκρατική νομιμότητα καθιστούσε αναγκαίο να επαναπροσδιορίσει η Αριστερά το αριστερό όραμα. Ποιον κόσμο ήθελε; Η τεχνολογία και ο συνεπόμενος καταναλωτισμός, συν τα πακέτα Ντελόρ που ακολούθησαν, ακύρωναν ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων της Αριστεράς, την ευμάρεια. Τώρα έπρεπε να δει από πού προερχόταν αυτή η ευμάρεια, πώς μοιράζονταν οι ζώνες παραγωγής και κατανάλωσης και πού οδηγούσε μοιραία αυτός ο σχεδιασμός. Και, κυρίως, πού θα οδηγούσε τον πλανήτη αυτή η... ανάπτυξη. Και η Αριστερά; «Υπνον ελαφρό» πάνω στις διαμφισβητούμενες δάφνες του Πολυτεχνείου και της Αντίστασης κατά της χούντας, που, χωρίς να το αντιληφθούμε, είχε γίνει... αντίδωρο και μπορούσαν όλοι, μα όλοι να έχουν το μερτικό τους. Οπως το «μαζί τα φάγαμε». Δεδομένου ότι η διασπορά της ευθύνης και της δόξας είναι ίδιον όλων των λαϊκισμών. Και προφανώς κανένας δεν ένιωθε αρκετά αθώος, ώστε να θέλει ή να μπορεί να ελέγξει τις πολιτικές δυνάμεις που καρπώθηκαν την εξουσία επί δεκαετίες, επικαλούμενες αυτό το «μαζί», στήνοντας με το «πάρε-δώσε» τους τον καμβά του «μαζί τα φάγαμε»!

Το ποσοστό που έφερε η Αριστερά στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 μεγάλωσε τα ερωτήματά μου, που έτσι κι αλλιώς είχαν αρχίσει από χρόνια. «Πώς ορίζεται η Αριστερά σήμερα;» Εγιναν σοσιαλιστές και αριστεροί ξαφνικά, μέσα σε λίγους μήνες, το 36% των Ελλήνων; Οχι, βέβαια. Μα τότε τι έγινε; Εγινε ακαλαίσθητο και κακοραμμένο πάτσγουορκ, έτοιμο να ξηλωθεί ανά πάσα στιγμή. Εγινε η ευκαιριακή έως αθέμιτη σύναξη των απανταχού κομματικών δυσαρεστημένων. Ανακαλύψαμε ότι τα χρέη ήταν μεγάλα και οι δανειστές ανελέητοι –σωστά– αλλά πώς, πότε και από ποιους δημιουργήθηκαν αυτά τα χρέη; Εγινε η συνένωση των εραστών της εξουσίας, όποιο χρώμα κι αν έχει. Ενα συμπίλημα, δηλαδή, κινήτρων και προθέσεων που συμφωνούσαν όμως στον στόχο: πάντα εκεί όπου γέρνει η ζυγαριά, πάντα κοντά στη νομή της εξουσίας και, το πιο αθώο, εκεί που πάνε και οι άλλοι, στο απυρόβλητο της πλειοψηφίας, που αφ’ εαυτής συνιστά επιχείρημα. Αυτή η μετακινούμενη ανθρώπινη εύνοια, που χωρίς ποτέ να λογοδοτεί, χαρίζει εξουσία σε όποιον της... χαρίζεται.

Είχα παιδιόθεν μια περίεργη συμπεριφορά, να επιλέγω πάντα τα δύσκολα – κάτι σαν στοίχημα. Αυτό σημαίνει πως στις πλειοψηφίες δεν είχε ποτέ θέση για μένα. Και όσο για την Αριστερά μου, την περιέγραψα εν συντομία. Γι’ αυτό, λοιπόν, για μένα, η αριστεροσύνη του πρωθυπουργού μας δεν έχει σχέση με την πλειοψηφία που κέρδισε τις εκλογές, ούτε με τις υποσχέσεις που χάριζαν τόσο απλόχερα στον καθένα ό,τι του έλειπε. Για μένα η αριστερή στιγμή του κυρίου Τσίπρα είναι εκείνη η τραγική 17ωρη συνεδρίαση με τους... «θεσμούς» και ο έρπης στα χείλη του. Οταν οι Ευρωπαίοι εταίροι τον σφυροκοπούσαν και τον κάρφωναν με όλα τα επιχειρήματα που τους παρείχαν επί πέντε χρόνια οι ατελέσφοροι διαπραγματευτές μας. Κι έπρεπε αυτός ο νέος, ο 40χρονος πρωθυπουργός της Ελλάδας, προσγειωνόμενος σκληρά στο πεδίο της «πολιτικής ως τέχνης του εφικτού» ν’ αποφασίσει, ωριμάζοντας έτσι απότομα, το μέλλον της χώρας μας. Και αποφάσισε, βάζοντας την Ελλάδα και το ευρωπαϊκό της μέλλον πάνω απ’ όλα. Γιατί προφανώς κατάλαβε ότι τα ρήγματα δεν «γεμίζουν πάντα με άνθη» και πως ναι, η Ευρώπη πρέπει ν’ αλλάξει, αλλά και η Ελλάδα να είναι παρούσα, δίπλα στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς του Νότου, σ’ αυτόν τον αγώνα. Και ναι, αυτό για μένα είναι αριστερή απόφαση, προς το παρόν. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο μέλλον. Και κάτι ακόμα που θέλω να ακούσουν οι πεντακοσιομέδιμνοι «αριστεροί». «Αριστερά» είναι η Κ.Σ. Γυναίκα του Δημοτικού, γύρω στα 80, με σύνταξη περίπου 400 ευρώ και ενοίκιο, που όταν τη ρώτησε ο ανεψιός της, με το κλείσιμο των τραπεζών, αν πήγε να πάρει το 60άρι της, εκείνη απάντησε: «Οχι, παιδί μου, έχω εκατό ευρώ. Ας πάει να πάρει κανένας άλλος, που έχει μεγαλύτερη ανάγκη».
* Η κ. Ρηνιώ Παπατσαρούχα-Μίσσιου είναι φιλόλογος.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Το νέο μνημόνιο με τη ματιά ενός συριζαίου δημοσιογράφου στην «Αυγή»



 
Αγαθόν το εξομολογείσθαι
του Στρατή Μπουρνάζου , Εφημ. Αυγή 12/7/2015

Στα δεκαπέντε χρόνια της θητείας μου στα «Ενθέματα», αυτό είναι, με διαφορά, το πιο δύσκολο κείμενό μου. Και το ότι γράφω από τις σελίδες αυτές κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Όχι γιατί ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ή δημοσιογράφος της «Αυγής» πρέπει να στρογγυλέψω όσα σκέφτομαι· αυτό θα ήταν το –συγκριτικά– πιο εύκολο. Αλλά για να στρογγυλέψεις κάτι πρέπει πρώτα να το έχεις διαμορφώσει, αιχμηρό, στο μυαλό σου· ενώ το πρόβλημά μου είναι ακριβώς το αντίθετο: ότι δεν έχω διαμορφώσει άποψη, και ιδίως αιχμηρή. Αντίθετα, πολιτικά και προσωπικά αισθάνομαι ένα αδιέξοδο. Και αν γράφω είναι επειδή νιώθω ότι δεν μπορεί κανείς στα δύσκολα να σωπαίνει, αλλά και επειδή, έπειτα, νομίζω, το αδιέξοδο αυτό δεν είναι δική μου ιστορία, το νιώθουν και άλλοι.
Ως σχολιαστής ή ιστορικός θα μπορούσα να κάνω πολλές παρατηρήσεις: για την πύκνωση του πολιτικού χρόνου, πώς η πολιτική οι μάζες εισέβαλαν στο προσκήνιο με το δημοψήφισμα. Αλλά όλα αυτά, ακόμα κι αν είναι σωστά, μου ακούγονται ψεύτικα. Σαν υπεκφυγή από το ζητούμενο:Τι λες για τη συμφωνία;
Και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Aν είσαι πασοκοποταμοδεξιός, δεν έχεις πρόβλημα: επιχαίρεις με την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, και συνεχίζεις τις πολιτικές κινήσεις (ή τις μηχανορραφίες) για να τον ρίξεις. Αν είσαι ΚΚΕ φωνάζεις βροντερά «Εμείς, Εμείς οι μόνοι συνεπείς» (ανέκαθεν, από γεννήσεως κόσμου, ή τουλάχιστον από το 1992 με το Μάαστριχτ, οπότε, σαν το σταματημένο ρολόι που δυο φορές το εικοσιτετράωρο λέει τη σωστή ώρα, «επιβεβαιώνεσαι»). Κι αν είσαι από εκείνους τους ντετερμινιστές-χολερικούς που ήδη πριν τον Γενάρη χλεύαζαν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν εκ προοιμίου «προδότη», και πάλι ουδέν πρόβλημα: είσαι αυτάρκης και ωραίος. Αν όμως (είτε είσαι συριζαίος είτε όχι) θεωρείς ότι η υπόθεση αυτής της κυβέρνησης σε αφορά, είναι μια μεγάλη ευκαιρία (και για το αριστερό κίνημα, αλλά και για τον τόπο), αν θεωρείς ότι οι αποφάσεις και η τύχη της θα κρίνουν πολλά, όχι για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά γενικότερα, και γι' αυτό αγωνιάς (είτε τη στηρίζεις είτε την κριτικάρεις), τα πράγματα είναι σκούρα. Γιατί από αυτές τις προκείμενες μπορούν να βγουν «διά ταύτα» που αιτιολογούν και την καταψήφιση και την ψήφιση της συμφωνίας και την παραίτηση.
***
Μερικές σκέψεις λοιπόν, σαν δημόσια εξομολόγηση, με την επιφύλαξη ότι κάποια σοβαρά σημεία παραμένουν ακόμα ασαφή, όπως το χρέος (για τα οποίο, παρεμπιπτόντως δεν έχω καμιά αισιοδοξία). Τις γράφω όσο μπορώ καθαρά, χωρίς να καταφεύγω σε απλουστευτικές και απαράδεκτες, για μένα, αναγωγές στις βουλήσεις του λαού και του εκλογικού σώματος. Διότι, αν μιλήσουμε για τις εκλογές του Γενάρη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει εντολή ούτε για ρήξη αλλά ούτε για νέο Μνημόνιο. Επίσης, αν μιλήσουμε για το δημοψήφισμα (και εδώ ευθύνεται ασφαλώς και η διατύπωση του ερωτήματος), η διαδικασία φανέρωσε πολλά, μια αναπάντεχη και εντυπωσιακή λαϊκή αγωνιστικότητα και δυναμική, αλλά για το προκείμενο, υπογραφή ή ρήξη, δεν μας βοηθάει πολύ.
Ξεκινάω από την πρόταση:
α) Η πρόταση είναι πολύ κακή (επιφυλάσσομαι να πω πόσο, μέχρι να τη μελετήσω πλήρως). Αποτελεί ένα νέο Μνημόνιο και σαφή αποτυχία της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις αλλά και όλης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (κατάργηση των Μνημονίων, «έντιμος συμβιβασμός» κλπ). Όπως είπε ένας καλός σύντροφος, «όποιος και όποια δεν το βιώνει αυτό ως προσωπική και συλλογική αποτυχία, δύσκολα μπορεί να λέγεται σύντροφος». Βαριά κουβέντα, αλλά όχι αβάσιμη.
β) Για την εξέλιξη αυτή έχει ασφαλώς σοβαρές πολιτικές ευθύνες ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι αναλύσεις και η πολιτική του αποδείχθηκαν ανεδαφικές. Όμως, αν μιλάμε για ήττα και ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, αυτές δεν είναι συγκρίσιμες με τις ευθύνες των δανειστών. Παλεύει το ποντίκι με τον ελέφαντα. Όσο και αν το ποντίκι έκανε λάθος εκτιμήσεις και πίστευε «το πολιτικό» θα νικήσει, όσο κι αν ακούγεται γελοίο να βρυχάται, πόσο να το ψέξεις για ελλιπή προετοιμασία και λάθος κινήσεις; Και, πέραν των μεγεθών, το πράγμα γίνεται πολύ σοβαρό, γιατί εδώ μιλάμε πια για αποτυχία της Ευρώπης συνολικά.
γ) Δεν πρέπει να χρυσώνουμε το χάπι και να βαφτίζουμε τη συμφωνία «δίκαιη», «βιώσιμη» κλπ. Αν την είχε υπογράψει ο Σαμαράς θα είχαμε εξεγερθεί. Ας επισημάνουμε τα όποια θετικά της σημεία, αλλά κυρίως να ομολογήσουμε την αποτυχία μας. Και ας πούμε ότι είναι αποτέλεσμα του εκβιασμού και του οικονομικού στραγγαλισμού. αλλά και του όλου συσχετισμού: η σοσιαλδημοκρατία ταυτίστηκε σχεδόν με τη Δεξιά, οι αριστερές και κινηματικές δυνάμεις μικρές, οι διαδηλώσεις συγκινητικές αλλά περιορισμένες.
δ) Σε αυτό το ζοφερό τοπίο, το επίτευγμα της ελληνικής κυβέρνησης, πέραν του αγώνα που έδωσε, έγκειται κυρίως στο ότι έφερε στο προσκήνιο, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το θέμα Ελλάδα-λιτότητα-δημοκρατία-Ευρώπη (ομιλία Τσίπρα στο ευρωκοινοβούλιο, σκιρτήματα αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη) και ότι την τελευταία βδομάδα φάνηκαν κάποια ρήγματα στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μέτωπο.
Προχωράω τώρα στη «ρήξη». Δύο είναι για μένα τα καθοριστικά ζητήματα, που μου μοιάζουν εφιαλτικά και με κάνουν κι αυτά να χάνω τον ύπνο μου (πέραν του ότι η «ρήξη» είναι εντελώς θολή και ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι θέλει -- από χρεοκοπία εντός ευρώ μέχρι έξοδο από την Ευρωζώνη ή έξοδο από την Ε.Ε.)
α) Το πρώτο μεγάλο αγκάθι είναι ότι η ρήξη, αν γίνει αύριο, θα γίνει με τον πιο άτακτο, επώδυνο και ολέθριο τρόπο: χωρίς καμιά προετοιμασία του κράτους, με τράπεζες που δεν θα έχουν χρήματα, με κοπή εθνικού νομίσματος κακήν κακώς, με οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάος. Η λέξη που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό είναι «καταστροφή» (αυτό πιστεύω), πιο συγκρατημένα όμως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θα γίνει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο (και αυτό, όπως όλα βέβαια σε μια ταξική κοινωνία, θα πλήξει τους πιο αδύναμους).
β) Σε αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ πιθανό να πέσει η κυβέρνηση. Και θα πει κανείς ότι είναι, σε μεγάλο βαθμό, άξια της μοίρας της. Σύμφωνοι. Υπάρχει όμως ένα πολύ πιο ουσιαστικό ερώτημα, που εμένα με παραλύει. Ακόμα και αν η ρήξη γινόταν με σχέδιο, συντεταγμένα, χωρίς πτώση της κυβέρνησης, γιατί η χώρα (και ειδικά οι λαϊκές τάξεις, οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι, οι άνεργοι, η νεολαία) να βρεθούν σε καλύτερη θέση (και στις τρεις εκδοχές: χρεοκοπία εντός ευρώ, χρεοκοπία εκτός ευρωζώνης, εκτός Ε.Ε.); Με λίγα λόγια η δυνατότητα άσκησης πολιτικής που θα αποκτήσει μια αριστερή κυβέρνηση, εκτός της ευρωζώνης (ή και της Ε.Ε.), θα υπερβαίνει άραγε τους συσχετισμούς δυνάμεων, τους εκβιασμούς των αγορών, τη θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας κλπ; Αν σήμερα αποτύχαμε εντός ευρώ επειδή ο συσχετισμός ήταν συντριπτικός, για ποιο λόγος αυτός ο συσχετισμός θα γίνει ευνοϊκότερος εκτός; Γιατί (αφού δεν μιλάμε για μια χώρα με αυτάρκεια, απομονωμένη και περίκλειστη, αλλά με εμπόριο, ανταλλαγές, δανεισμό), στις νέες συνθήκες, θα πετύχουμε καλύτερους όρους, λ.χ. στις διαπραγματεύσεις με τους παλιούς και νέους δανειστές;
***
Στο σημείο που είμαστε, αλλά και γενικότερα (για μένα είναι αυταπάτη ότι αν όλα αυτά συνέβαιναν τον Μάρτη, λ.χ., τα πράγματα θα ήταν ουσιωδώς διαφορετικά), και οι δύο επιλογές είναι επιβολή των δανειστών: και η υπογραφή νέου Μνημονίου και ένα άτακτο Grexit. Καμία από τις δύο με τους όρους που θα γίνει, δεν αντανακλά τη βούληση του ΣΥΡΙΖΑ, της κυβέρνησης, του ελληνικού λαού. Είναι και οι δύο εκβιαστικές.
Δεν θα πω τι θα έκανα αν ήμουν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο επειδή δεν είμαι, αλλά επειδή το ερώτημα είναι τόσο ριζικό, που παίρνει υπαρξιακή διάσταση για τον καθένα. Ας μιλάμε ειλικρινά και να μη βαφτίζουμε το κρέας καλαμάρι: να μην ωραιοποιούμε τη συμφωνία ούτε όμως και τη «ρήξη». Ας μιλάμε, με το χέρι στην καρδιά, και με βάση τα πιστεύω, τις αξίες και τις πραγματικότητες μαζί.


Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

ΜΙΑ ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ



 
Σάββατο, 17 Ιανουαρίου 2015

Στις επικείμενες εκλογές (25/01/2015), με βάση τις δημοσκοπήσεις , Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα και επομένως η επόμενη κυβέρνηση. Μπορεί να είναι αυτοδύναμη ή και κυβέρνηση συνεργασίας. Οι σημερινοί κυβερνώντες προβάλλουν  διάφορα  επιχειρήματα, όπως: σε ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ η χώρα θα μπει σε περιπέτειες , με αποτέλεσμα την έξοδο μας από την Ευρωζώνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ , από την άλλη, διαβεβαιώνει ότι ό ευρωπαϊκός προσανατολισμός  της Ελλάδας είναι σταθερή του επιδίωξη.
 Προσωπικά  εκτιμώ ότι η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ  δεν πρέπει να ανησυχεί κανέναν. Και αυτό γιατί, πολύ πριν από τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει κάνει θεαματική στροφή σε σχέση με το «σκίσιμο» των μνημονίων. 
 Εκτιμώ, επίσης ότι η αυριανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει την ίδια οικονομική πολιτική, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις . Αν αυτό δεν συνέβαινε, τότε ίσως να είχε βάση ο παραλληλισμός των εκλογών αυτών με εκείνες του 1920, όπως μας υπενθυμίζει ο καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάνθης Χατζηβασιλείου, σε άρθρο του στην Καθημερινή  με τίτλο « Επιχειρήματα του 1920», το οποίο και παραθέτω:
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 είχαν ήδη γίνει, και οι βενιζελικοί είχαν τσακιστεί. Θριαμβευτές είχαν αναδειχθεί οι αντιβενιζελικοί, προτάσσοντας σαφή επιχειρήματα: απόρριψη της παρέμβασης των «ξένων» που είχαν επιφέρει το 1917 την επικράτηση του «ξενόδουλου» Ελευθερίου Βενιζέλου· την ανάγκη να αποκατασταθεί η πληγείσα εθνική κυριαρχία και η «αξιοπρέπεια» του ελληνικού λαού· την επάνοδο του μάρτυρα βασιλιά Κωνσταντίνου. Στην παρατήρηση των βενιζελικών ότι η χώρα όφειλε να προστατεύσει τη σχέση της με τους Συμμάχους, υπήρχε μια απλή απάντηση: «Εμείς τον θέλουμε και θα τον φέρουμε».

Στις 22 Νοεμβρίου 1920, ημέρα του δημοψηφίσματος για την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, η κορυφαία αντιβενιζελική εφημερίδα «Σκριπ» δημοσίευε στο πρωτοσέλιδό της φωτογραφία του και ολοσέλιδο άρθρο, χαρακτηριστικό της δύναμης των συναισθημάτων που προκαλούσε το μεγάλο αντιβενιζελικό σύμβολο. «Η Μεγαλειότης ενός ελευθέρου λαού προσκαλεί τον βασιλέα Κωνσταντίνον εις τον Θρόνον», δήλωνε ο τίτλος. Το όνομα του βασιλιά, γραμμένο στο άρθρο πέντε φορές με κεφαλαία πλάγια γράμματα, πλαισίωνε τη φωτογραφία: «Τα βουνά της Ηπείρου, αι Μακεδονικαί πεδιάδες αντήχησαν από τον παιάνα της Νίκης και ο παιάν αυτός ήτο εν όνομα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ». Η εικόνα του στρατηλάτη που έμπαινε έφιππος στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα μπορούσε να κάνει τον μέσο άνθρωπο του 1920 να αναλυθεί σε δάκρυα.

Κατόπιν ερχόταν η μνήμη των περιπετειών του βασιλιά μετά την αγγλογαλλική παρέμβαση εναντίον του το 1916-17: «Και μίαν ημέραν κατά την οποίαν ετέλει την μνήμην της θυσίας ενός άλλου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ [η αποχώρηση έγινε στις 30 Μαΐου 1917], ο Βασιλεύς, υποχωρών χάριν της σωτηρίας του λαού Του εις την βίαν την ξένην, άφινεν ορφανήν την Ελλάδα, καμφθείσαν υπό μίαν μακράν τυραννίαν. […] Και μόλις [ο λαός] απέσεισε τα δεσμά του και το φίμωτρον, μία και μόνη φωνή ανεπήδησεν ως ευχαριστία προς τον Μέγαν θεόν της Δικαιοσύνης: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ». Και υψωνόταν τώρα, τόνιζε το «Σκριπ», «κυριαρχική και παντοκράτειρα της Ελλάδος η φωνή. Φωνή απευθυνομένη προς τους ισχυρούς της γης. Προς τους λαούς, οι οποίοι εγνώρισαν πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι. Προς την ηθικήν της Ανθρωπότητος. Προς την Δικαιοσύνην. Προς την Ιστορίαν. Προς τους παρελθόντας Ελληνικούς αιώνας και προς το αγέννητον Μέλλον. Και η φωνή αυτή – φωνή λαού – Κυρίου φωνή – δονείται από εν όνομα».

Την ίδια ώρα, βέβαια, οι βενιζελικοί τόνιζαν ότι λόγω της επίδοσης κοινής διακοίνωσης από τους Συμμάχους, που τάσσονταν εναντίον της επιστροφής του βασιλιά, το δημοψήφισμα έπρεπε να αναβληθεί. Στη δεύτερη σελίδα, το «Σκριπ» δημοσίευε σχετική ανάλυση με την υπογραφή «Ο παλαιός». Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, τόνιζε ο αναλυτής. Μία από τις Δυνάμεις δυσανασχετούσε για τη Συνθήκη των Σεβρών: «Η Ελληνική πολιτική μεταβολή ήτο το πρόσχημα διά να θέσουν επί τραπέζης το ψητό, το οποίον ήτο η αναθεώρησις της Συνθήκης». Αλλά μία άλλη Δύναμη διαφωνούσε, και έτσι προέκυψε μια διακοίνωση «στρυφνή», που δεν έλεγε κάτι συγκεκριμένο και επομένως δεν είχε σημασία: «Διότι και ο Βασιλεύς έρχεται και η συνθήκη δεν αναθεωρείται και δάνεια θα κάμουν εις την Ελλάδα διά την εφαρμογήν της Συνθήκης».

Την επομένη, στο κύριο άρθρο του, το «Σκριπ» εξηγούσε πώς σκέφτηκε ο Ελληνας που ψήφισε για την επιστροφή του βασιλιά, αγνοώντας τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων: «Ας υποθέσω προς στιγμήν ότι θα απεφάσιζαν να μετέλθουν μέσα πιεστικά εναντίον μου. Ποία θα είνε αυτά; Αποκλεισμός; Ο πόλεμος έληξε και εις το καταστατικόν της Κοινωνίας των Εθνών υπάρχει διάταξις απαγορευτική. Εμπορικός αποκλεισμός; Είμαι πελάτης των, καταναλωτής δηλαδή. […] Βεβαίως θα εζημιούμην εγώ, αλλά θα εζημιούντο άλλο τόσον και αυτοί. Οικονομικαί πιέσεις; Και αυταί θα ήσαν επιζήμιοι και δι’ αυτούς, εφ’ όσον είναι δανεισταί μου και εγώ οφειλέτης των. Αναθεώρησις της Συνθήκης των Σεβρών εις βάρος μου; Ανεξαρτήτως του ότι κρατώ διά του Στρατού μου την Θράκην και την Σμύρνην, αποφασισμένος να μη τας εγκαταλείψω […] προς ποίον θα έδιδον την Σμύρνην και την Θράκην αν μου τας αφήρουν;».

Τα φύλλα του «Σκριπ» είναι ανηρτημένα στην ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας. Ολοι μπορούν να τα δουν.
ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,  Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4/1/2015
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αναρτήθηκε από Στάθης στις 6:01 π.μ. 1 σχόλιο: http://img1.blogblog.com/img/icon18_email.gifhttp://img2.blogblog.com/img/icon18_edit_allbkg.gif