Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΑΝ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821.



 Στο κλίμα των  ημερών, δημοσιοποιώ απόσπασμα από την εργασία που εκπόνησα, στο πλαίσιο θεματικής ενότητας " Ελληνική Ιστορία".
Για να επιτευχθεί  η αποδέσμευση του ελληνικού χώρου από την οθωμανική αυτοκρατορία έπρεπε, κατ αρχάς, να βρεθεί ένας ισχυρός συνεκτικός δεσμός που θα συνένωνε  τους κατακτημένους ρωμιούς, με διαφορετικά και αντιφατικά συμφέροντα: τους αριστοκράτες του Φαναρίου, τους Οσποδάρους των παραδουνάβιων ηγεμονιών, τους προύχοντες, τους άρχοντες, τους εργάτες γης του Μοριά, τους διανοούμενους της Βιέννης, τους εμπόρους – πλοιοκτήτες του Αιγαίου, τους οπλαρχηγούς και αρματολούς της Ρούμελης.
 Η κλασική  Αρχαιότητα, αποτέλεσε τον ισχυρό συνδετικό  δεσμό των κατακτημένων Νεοελλήνων, τη γόνιμη μυθοπλασία. Η επίκληση της Αρχαιότητας, έπρεπε να ισορροπεί ανάμεσα στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, κοινό χαρακτηριστικό των κοινωνικών ομάδων που διεκδικούσαν τη σύσταση εθνικού κράτους, και στην κοινή καταγωγή, βεβαιωμένη από τη γλωσσική συγγένεια με τους Έλληνες του κλασικού πολιτισμού. Η ορθοδοξία, παρά το γεγονός ότι συγκινούσε την πλειονότητα των Ελλήνων, προσέκρουε στη στενή σχέση των αξιωματούχων της οθωμανικής εξουσίας με τον Πατριάρχη, ο οποίος θεωρείτο εγγυητής του κοινωνικοπολιτικού status της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο προσδιορισμός της έννοιας της εθνικής ταυτότητας, σύμφωνα με τις αρχές της εθνικής ιδεολογίας, απαιτούσε την κατάδειξη συνεχούς και αδιάλειπτης ιστορικής ύπαρξης μιας χωριστής πολιτισμικής οντότητας, τα χαρακτηριστικά της οποίας υποτίθεται ότι δεν είχαν  αλλοιωθεί Η αναφορά των Νεοελλήνων στην Κλασική Αρχαιότητα, νομιμοποιούσε το αίτημα για τη δημιουργία του εθνικού κράτους και ενίσχυε την αίσθηση της ελληνικότητας. Υποστήριζαν, επίσης, ότι ήταν απόγονοι  και ίσως κληρονόμοι των ενδόξων προγόνων, τους οποίους  θαύμαζαν οι δυτικοί, και ότι είναι θύματα της ασιατικής βαρβαρότητας.
Η κοινή πίστη, για τη συγγένεια με τους προγόνους, που υπήρχε πολλά χρόνια πριν από το 1821, εκδηλωνόταν και με την ονοματοδοσία των παιδιών με αρχαιοελληνικά ονόματα, όπως επίσης, και με  ονόματα των θεών της ελληνικής θρησκείας καθώς και ηρώων, που έδιναν οι πλοιοκτήτες στα πλοία, παρά τις αντιδράσεις της χριστιανικής εκκλησίας. Τα οικογενειακά ονόματα αλλάζουν, παίρνουν αρχαία όψη: Ο Καλμούκος γίνεται Καλλιμάχης, ο Μπιρίκος γίνεται Εμπειρίκος. Τα παλαιά θρησκευτικά ονόματα εγκαταλείπονται, το Ιωάννης ή Παύλος γίνεται Περικλής ή Θεμιστοκλής ή και Ξενοφών. Ακόμη καταβλήθηκε προσπάθεια ια τη δημιουργία μιας επίσημης γλώσσας.
 Με οριστικοποιημένη πλέον τη συνείδηση της ελληνικότητας, οι Έλληνες αστοί των παροικιών, επηρεασμένοι από  τις ιδέες περί  Έθνους, που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη, δημιούργησαν τους πρώτους ιδεολογικούς πυρήνες. Με την ίδρυση σχολείων στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τη σύσταση κληροδοτημάτων, προκειμένου να σπουδάσουν οι νέοι, και με την παραγωγή βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μεταλαμπάδευση ιδεών και ιδεολογικών ρευμάτων από τη διαφωτισμένη Δύση στην Ανατολή. Ενδεικτικό της εκδοτικής αλλαγής στην παραγωγή βιβλίων αποτελεί και το γεγονός ότι το σύνολο ελληνικών βιβλίων που είχαν εκδοθεί το έτος 1725 ανέρχονταν σε εκατόν (107), το 1750, διακόσια δέκα (210), το 1775 τετρακόσια πενήντα πέντε (455) και το 1800 επτακόσια σαράντα εννέα (749).
Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα πνευματικό κίνημα, από καλλιεργημένες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είχε αρχικά το χαρακτήρα πνευματικού κινήματος, αλλά μετά τη Γαλλική Επανάσταση, απέκτησε έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά. Το κίνημα βασίστηκε στη διάδοση των Ευρωπαίων στοχαστών (Βολταίρος, Λοκ, Καρτέσιος, Νεύτωνας, Καντ και άλλοι) με τη μετάφραση των βασικών έργων τους στη χριστιανική Ανατολή. Μεγάλοι δάσκαλοι, όπως: Ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Ιώσηπος Μοισιόδαιος, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντάς και άλλοι, δίδαξαν τις νεωτερικές ιδέες και συγχρόνως άρχισαν να τελειοποιούν την εθνική γλώσσα.
Στο ιδεολογικό προσανατολισμό  του ελληνικού Διαφωτισμού, συνέβαλε και το πνευματικό κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, όπου κυριαρχούσαν οι ιδέες του  Herder. Με τις  ιδέες του, διατύπωσε το εθνοτοπικό δόγμα: «κάθε πολιτισμικά διακριτή κοινότητα, δικαιούται να αποτελεί και μια εξίσου διακριτή και αυτόνομη πολιτική κοινότητα».
Οι λόγιοι, κύριοι εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επηρεασμένοι από τις ριζοσπαστικές τάσεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, διαμόρφωσαν τον προοδευτικό χαρακτήρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και το αίτημα για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Προς την κατεύθυνση αυτή λειτούργησε η Αμερικανική Επανάσταση (1776) και κυρίως η Γαλλική Επανάσταση (1789), καθώς και οι ναπολεόντειες κατακτήσεις.
 Ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), με το πολύπλευρο συγγραφικό του έργο και με σκοπό την ένταξη της παιδείας στο πολιτικό πλαίσιο της απελευθέρωσης, οραματιζόταν τη δημιουργία ενός πολυεθνικού, ελεύθερου και δημοκρατικού βαλκανικού κράτους, χωρίς θρησκευτικές ή εθνικές διακρίσεις. Ο Αδαμάντιος Κοραής συνέβαλε καθοριστικά στην ιδέα διεκδίκησης εθνικού κράτους. Με το πολυσχιδές έργο του προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για εθνική αφύπνιση, εμφορούμενος από φιλελεύθερες ιδέες. Πίστευε πως η γέννηση του ελεύθερου κράτους των Γραικών ήταν υπόθεση παιδείας, εθνικής συνείδησης και πολιτικής πράξης. Γι αυτό, μέσα από το έργο του, αναδεικνύεται η γλώσσα, η ιστορία και γενικά ο Ελληνικός πολιτισμός.
Πολλά είναι τα κείμενα των ανωνύμων συγγραφέων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ο ανώνυμος 1789, ανώνυμος 1796, ο ανώνυμος του Λιβέλου των Αρχιερέων του 1810 και άλλα. Τα κείμενα που οι συγγραφείς τους, σκόπιμα, δεν αναφέρουν το όνομά τους, αντιπροσωπεύουν τις πιο προοδευτικές, για την εποχή, ίσως και ακραίες, απόψεις στα ζητήματα θρησκευτικής και κοινωνικής κριτικής που παρήγαγε η πολιτική και κοινωνική διανόηση της Ευρώπης την εποχή του Διαφωτισμού.
Οι επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης φαίνονται εναργέστερα στην περίφημη «Ελληνική Νομαρχία» (1806) έργο του «Ανωνύμου του Έλληνος». Στο έργο αυτό καταγγέλλεται ο ανώτερος κλήρος για σκόπιμη δεισιδαιμονία και για το πνεύμα συναλλαγής. Ακόμη, καταδικάζονται οι αδιάφοροι, δηλαδή, όλοι  όσοι θα μπορούσαν να δράσουν για τον φωτισμό των Ελλήνων και αδρανούσαν.
Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες είχαν πλέον συνειδητοποιήσει την ανάγκη της εθνικής ανασυγκρότησης. Οι εκδοτικές προσπάθειες συνεχίστηκαν με την έκδοση από τον Άνθιμο Γαζή (1811) του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», καθώς και με τη σύσταση εταιρειών, όπως η υποστηριζόμενη από τον υπουργό του Τσάρου της Ρωσίας, Ι. Καποδίστρια, Φιλόμουσος Εταιρεία.
Στο πλαίσιο αυτό ιδρύεται στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, από μεσαία αστικά στρώματα του ελληνισμού, η «Φιλική Εταιρεία» με τους:  Εμ. Ξάνθος, Νικ. Σκουφάς και Αθαν. Τσακάλωφ. Οι διανοούμενοι του ελληνικού διαφωτισμού, με τη συμμετοχή τους στη Φιλική Εταιρεία και, ιδιαίτερα, με το ρηξικέλευθο πολιτικό τους λόγο, που σκόπευε στην πολιτισμική και κοινωνική αλλαγή, είχαν συμβάλλει, ουσιαστικά, στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης και  στη δημιουργία επαναστατικού κλίματος.
 Στις αρχές του 1820 η Φιλική Εταιρεία διέθετε σημαντική πολιτική δύναμη, αφού στελεχωνόταν από εκατοντάδες διακεκριμένους Έλληνες. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Υψηλάντη σηματοδοτούσε την τελευταία φάση της προετοιμασίας των κατακτημένων Ρωμιών για την έναρξη της Επανάστασης.
Οι εξελίξεις εντός και εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας ευνοούσαν την έναρξη της επανάστασης. Την περίοδο (1820-1821) η οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, όπως η  σύγκρουση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με το σουλτάνο. Ακόμη, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πόλεμο στα ανατολικά σύνορά της με την Περσία. Η κρατική μηχανή και ιδιαίτερα, ο στρατός της οθωμανικής εξουσίας, βρίσκονταν σε αποδιοργάνωση, οι προσπάθειες των σουλτάνων για ανασυγκρότηση και δημιουργία τακτικού στρατού συνάντησε την αντίδραση των γενιτσαρικών σωμάτων. Τέλος, παραμονές της επανάστασης, είχε παγιωθεί και εμπεδωθεί η εθνική συνείδηση σε ευρύτερα τμήματα των νεοελλήνων και, πολλοί από τους οποίους, εκτός από τη συνείδηση, διέθεταν πλούτο και παιδεία και κοινωνική καταξίωση.


Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Ο ΝΕΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ



 
 Με την ευκαιρία της επετείου για τα 194 χρόνια από την επανάσταση του 1821, βρήκα και αναρτώ ένα εξαιρετικό κείμενο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, με τον πιο πάνω τίτλο.  
Υ​​πάρχουν εποχές της Ιστορίας που η λέξη «πατριωτισμός» και η στάση που συνεπάγεται είναι προφανής. Το 1940 οριζόταν από την υπεράσπιση της χώρας από τους εισβολείς και στην Κατοχή που ακολούθησε από την αντίσταση στους κατακτητές. Η εποχή δεν σήκωνε αποχρώσεις, αν και ο τρόπος που ο καθένας οραματιζόταν ακόμη και στις πιο σκοτεινές ημέρες της Κατοχής την απελευθερωμένη χώρα αποδείχτηκε διχαστικός και ιδιαιτέρως καταστροφικός. Στην ερειπωμένη από τον Εμφύλιο ελληνική κοινωνία η λέξη «πατριωτισμός» αντί να ενώνει δίχαζε. Το τραγικό καλοκαίρι του 1974, με τον τουρκικό στρατό να προελαύνει στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσάρκωσε τη στάση του πατριωτισμού: ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας που έδωσε ξανά την αξιοπρέπεια στα καθημαγμένα αισθήματα της πατρίδας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο πατριωτισμός, είναι η αλήθεια, δεν ήταν του συρμού. Η δημοκρατία είχε σταθεροποιηθεί, οι εξωτερικοί κίνδυνοι είχαν ελαχιστοποιηθεί και το αριστερό λεξιλόγιο είχε καθιερωθεί ως επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ακόμη και οι παλιοί δεξιοί, προκειμένου να επιβιώσουν, προσπαθούσαν να πείσουν πως και αυτοί κατά βάθος σοσιαλιστές ήσαν. Η πατρίδα δεν χρειαζόταν τον πατριωτισμό μας. Μια χαρά τα πήγαινε και μόνη της, οπότε εμείς μπορούσαμε να την κακοποιούμε κατά βούληση για να αποκομίζουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για εμάς και τις οικογένειές μας. Μπορούσαμε να χτίζουμε αυθαίρετα, να καταπατούμε δάση και να ρουφάμε το δημόσιο ταμείο λες και ήταν δροσιστικό. Οσοι τουλάχιστον εξ ημών είχαν πάρει το μήνυμα των καιρών και είχαν αντιληφθεί το νόημα της ζωής σ’ αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να αγαπούν τις ερημικές ακρογιαλιές της παιδικής τους ηλικίας.
Τα χρόνια αυτά, κοντά μισός αιώνας, πάντως πάνω από μια γενιά, ο πατριωτισμός μεταλλάχθηκε και ταυτίσθηκε με τον εθνικισμό. Ο πατριωτισμός είναι η αγάπη για μια ζωντανή πραγματικότητα, η οποία, επειδή είναι ζωντανή, μπορεί και να αλλάξει και να ανανεωθεί, να βελτιωθεί ή και να χειροτερέψει. Δεν παύεις να αγαπάς τη σημερινή Ελλάδα επειδή είναι γερασμένη, καταπονημένη από τις δοκιμασίες. Ο εθνικισμός είναι η λατρεία των συμβόλων. Η λατρεία της αποχυμωμένης, εξιδανικευμένης ζωής. Αν ο Αισχύλος, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ήταν «εθνικιστής» –με τους όρους της εποχής του– οι «Πέρσες» του θα ήταν ένας ανόητος ύμνος στην Αθήνα. Ομως ήταν πατριώτης και προσπάθησε να καταλάβει για ποιον λόγο η μικρή του πόλη νίκησε την αυτοκρατορία.[…]Ο εθνικισμός, σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, ενεργοποιεί την εκδικητικότητα και θυσιάζει τους όρους της πραγματικής ζωής στον βωμό των συμβόλων: οι καλοί Ελληνες και οι κακοί Ευρωπαίοι μπορεί να ικανοποιούν τη ρητορική των μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών πάνελ, αλλά είναι φαντάσματα του παρελθόντος.
Στη σημερινή Ελλάδα ο πατριωτισμός δεν είναι προφανής. Η πραγματικότητα την οποία καλείται να υπερασπισθεί είναι ήδη απαξιωμένη ακόμη και στα μάτια όσων θέλουν να την υπερασπισθούν. Είναι χτισμένος πάνω σε αντιφάσεις, κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μέσα από τις αποχρώσεις, πέραν του καλού και του κακού. Ενα είναι βέβαιο: όποιος βλέπει τη χώρα αποκομμένη από τους συμμάχους της, άρα μια χώρα που έχει απεμπολήσει τα κεκτημένα της, δεν μιλάει τη γλώσσα του πατριωτισμού. Η θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, με όλα της τα χάλια, είναι κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο πατριωτικό καθήκον.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

21 ΜΑΡΤΗ:1η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ



 
Τάσος Λειβαδίτης: πού πήγε, λοιπόν, όλη εκείνη η άνοιξη 
 Πες μου, ά, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η
άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου
ασυλλόγιστα, πού πάτε;
Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο
            μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές
            της γής,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμε-
            να μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο.
Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά
και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα`
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκε
μένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο.
Αίσθηση αβέβαιη όλων των
μυστικών της ζωής
που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα κει κάτου, κει κάτου,
μακριά,
τους βραδινούς ορίζοντες.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ



Με αφορμή την επέτειο από τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου( 18/3/1936) και του Οδυσσέα Ελύτη (18/3/1996), η σημερινή γραφή τιμά τους δύο ξεχωριστούς έλληνες για την προσφορά τους στον Ελληνισμό. Σήμερα, όσο ποτέ, χρειαζόμαστε τέτοιες αναφορές, για προφανείς λόγους

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

 Ο Ελευθέριος  Βενιζέλος  γεννήθηκε στο χωριό Μουρνιές των Χανίων στις 11 Αυγούστου 1864. Γιος του Κυριάκου και της Στυλιανής, το γένος Πλουμιδάκη. Πέθανε στις 18 Μαρτίου  1936στο Παρίσι, από εγκεφαλική συμφόρηση.  
Στη νεώτερη ελληνική ιστορία, η κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελεί σταθμό που δεν έχει όμοιο του. Εξέφρασε τους βαθύτερους πόθους του Ελληνισμού και με εκπληκτική δημιουργικότητα πραγματοποίησε τα οράματα.
Είχαν προϋπάρξει ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Χαρίλαος Τρικούπης, οι οποίοι με την πολιτική τους κατάφεραν να αλλάξουν την εικόνα μιας Ελλάδας φτωχού συγγενούς, που αρκείται στις εκκλήσεις του φιλελληνισμού των ξένων, και να την καταστηθούν αξιοπρόσεκτη και σεβαστή.
Ο Βενιζέλος, όμως, δεν σταματά εδώ. Αυτός θα κάνει τη μεγάλη εξόρμηση, Η Ελλάδα γίνεται διπλάσια. Ένα άλλο προτέρημα του Βενιζέλου είναι ότι, συγχρόνως με τις πολεμικές προετοιμασίες, αλλά και κατά τη διάρκεια των πολέμων, δεν παραμελεί κανέναν απολύτως τομέα, της δημόσιας διοίκησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της Παιδείας. Το έργο είναι τιτάνιο και απαιτούσε μεγάλα χαρίσματα, νοητικά, ψυχικά, σωματικά.
Ο Βενιζέλος τα είχε όλα. Ο Βενιζέλος δεν θέλησε ποτέ να αντιμετωπίσει το λαό δημαγωγικά. Δεν «χάιδευε» το λαό, ήθελε να τον εξυψώσει. Και ίσως ζήτησε περισσότερα... Επέλεξε τους πλέον ικανούς συνεργάτες, ένδειξη κι αυτή των αληθινά μεγάλων. Απόδειξη τούτου ότι στα μεγάλα διαστήματα που ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται στο εξωτερικό, δίνοντας τις πολύπλοκες διπλωματικές μάχες, οι συνεργάτες του εδώ επιτελούσαν με επιτυχία σημαντικότατο δημιουργικό έργο.
Κατηγορήθηκε ο Βενιζέλος (έως και σήμερα) ότι έκανε παραλείψεις, σφάλματα και δημιούργησε ιδίως την περίοδο του Διχασμού βαθύτατα μίση. Ουδείς αλάνθαστος. Ένα όμως, δεν πρέπει να λησμονείται, ότι χωρίς αυτόν θα είχαμε την Ελλάδα της Μελούνας. Σε αυτήν σήμερα θα ζούσαμε.
Παρέλαβε, το 1910. Μία χώρα παράλυτη, με το όνειδος του 1897. με κράτος και στράτευμα σε διάλυση.
Σε δύο χρόνια, η Ίδια χώρα είχε ανασυγκροτηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξέλθει νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, να συμμε­τάσχει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη νικήτρια πλευρά και μετά να φθάσει στην Ιωνία. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών...
Αν ένας λαός κατόρθωσε τέτοια επιτεύγματα, είναι γιατί ένας ηγέ­της του έδειξε το δρόμο.
Τα χρόνια πέρασαν, τα τότε πάθη. οι έριδες, τα μίση, λησμονήθηκαν. Και όμως, κάθε φορά που η πατρίδα θα βρεθεί σε καιρούς χαλεπούς -ιδίως εθνικά- όταν το φιλότιμο θίγεται, ακόμα ακούγεται: "Αν είχαμε έναν Βενιζέλο».
 Πηγή: ΕφημερΕφημερίδα "Καθημερινή" ένθετο "Επτά Ημέρες" άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 8/12/1996 .

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 
 

Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, το Νοέμβριο του 1911. Ήταν ο έκτος γιος της Μαρίας και του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, γνωστού σαπουνοβιομήχανου από τη Μυτιλήνη, που διατηρούσε πολύ φιλικούς δεσμούς με το Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στην Αθήνα, η οικογένεια εγκαθίσταται, όταν ο Οδυσσέας ήταν 3 χρονών. Στα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στο σπίτι της οδού Σόλωνος, σημαντικό ρόλο έπαιξαν, η Γερμανίδα γκουβερνάντα του Άννα Κέλερ και ο θάνατος της αδερφής του Μυρσίνης το 1918, όταν ο ποιητής ήταν μόνο 7 χρονών. Ένας θάνατος, που τον συγκλόνισε και ίσως να τον έβαλε σ' έναν αγώνα να τον ξεπεράσει, ώστε στο τέλος να αποδεχθεί το θάνατο και να τον νικήσει. Έτσι κατάφερε να κάνει, οίστρο της ζωής, το φόβο του θανάτου.
Σε νεαρή ηλικία ο ποιητής μας στάθηκε τυχερός να έχει σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Ιωάννης Κακριδής και ο Γιώργος Αποστολάκης, ευτύχησε να ταξιδέψει πολύ, να μυηθεί στην αγάπη της φύσης, να προχωρήσει στην ανακάλυψη των νησιών του Αιγαίου και να αφήσει την ψυχή του σ' ένα αδιάκοπο ταξίδι στα γαλανά νερά του Αρχιπελάγους.
Στα 13 του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, συνεργασίες του στη "Διάπλαση των Παίδων", ένα περιοδικό που σε μας τα παιδιά θυμίζει τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, την Πηνελόπη Δέλτα και άλλους κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων.
Γράφει τα "Πρώτα ποιήματα" το 1934. Τότε γνωρίζει και συνδέεται με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Μια γνωριμία, που θα τον επηρεάσει και που θα εξελιχθεί σε μια βαθιά, ισόβια φιλία. Για πρώτη φορά τότε, δέχεται απρόθυμα να δημοσιεύσει ποιήματά του στα "Νέα Γράμματα", με το ψευδώνυμο που θα τον έκανε παγκόσμια γνωστό: Ελύτης.
Στο καφενείο του Λουμίδη, ένα στέκι που εγκαινίασαν το 1938, με την άλλη μεγάλη ποιητική μορφή, το Νίκο Γκάτσο, συναντιέται με σπουδαίους ανθρώπους. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις ήταν δυο απ' αυτούς.
Στην εποχή του, στην ποίηση επικρατούσε μια νοοτροπία, που ήταν γνωστή με τον όρο "Καρυωτακισμός", που σήμαινε για τη λογοτεχνία ένα κλίμα πόνου, ενοχής και ίσως απαισιοδοξίας. Κόντρα σ' αυτά, ο Ελύτης αντιτάσσει μια ποίηση χαρούμενη, ευφρόσυνη, με μια τρελή ροή λόγου, γεμάτη ζωντανές εικόνες.
Εκπρόσωποι της γενιάς του '30, αυτός και ο Εμπειρίκος, αφομοιώνουν στην ποίησή τους στοιχεία υπερρεαλισμού, σε αντίθεση με τον Σεφέρη - άλλη μια ξεχωριστή μορφή της ίδιας γενιάς - ο οποίος φέρνει στην ελληνική ποίηση, έναν νέο αέρα, επηρεασμένος από τον συμβολισμό.
Ως πολίτης, δεν παρέλειψε να δώσει το παρόν στις κρίσιμες στιγμές του έθνους. Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός (΄40-'41). Οι εμπειρίες του απ' το Αλβανικό έπος συγκεντρώνονται σ' ένα έργο, το "'Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας".
Στη Γαλλία, το 1950, ξεκινά να γράφει την κορο-νίδα του έργου του, το " 'Αξιον Εστί", που κυκλοφορεί το 1960 και κερδίζει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο. Το 1963, ο Σεφέρης παίρνει το βραβείο Νόμπελ και ο Ελύτης, εκδίδει το έργο του " 'Ηλιος ο Πρώτος" και τα επόμενα χρόνια, ηχογραφεί με τον Θεοδωράκη τις "Μικρές Κυκλάδες".
Στα 1972 αρνείται - σαν πράξη αντίστασης - το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, που του προσφέρει η χούντα. Εκδίδει "Τα ρω του έρωτα", το 1973 και κυκλοφορεί σε μουσική Λίνου Κόκοτου "Το θαλασσινό τριφύλλι".
Το 1979, η Σουηδική Ακαδημία ανήγγειλε, ότι του απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο δεύτερος 'Ελληνας, που τιμάται με το ανώτερο βραβείο, στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από την πνευματική παρακαταθήκη που μας άφησε. "Προσανατολισμοί" (1940), "Θάνατος και Ανάσταση του Κων/νου Παλαιολόγου" (1971), "Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας" (1972), "Ο ζωγράφος Θεόφιλος" (1973), "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" (1977), "Μαρία Νεφέλη" (1978), αλλά και ένα τεράστιο έργο στο χώρο της δισκογραφίας.
Από τα δοκίμιά του μέχρι τις μεταφράσεις ξένων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Μια προσφορά που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1992, το βιβλίο "Εν λευκώ" και το 1995 μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο "Ο κήπος με τις αυταπάτες". Μια παρακαταθήκη, για την οποία τιμήθηκε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Πηγή: http://11dim-kaval.kav.sch.gr/main/pray/bio.htm