Η Επανάσταση του 1821
και η δημιουργία του ελληνικού κράτους ήταν αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών
παραμέτρων.
Για να επιτευχθεί η αποδέσμευση του ελληνικού χώρου από την
οθωμανική αυτοκρατορία έπρεπε, κατ αρχάς, να βρεθεί ένας ισχυρός συνεκτικός
δεσμός που θα συνένωνε τους
κατακτημένους ρωμιούς, με διαφορετικά και αντιφατικά συμφέροντα: τους
αριστοκράτες του Φαναρίου, τους Οσποδάρους των παραδουνάβιων ηγεμονιών, τους
προύχοντες, τους άρχοντες, τους εργάτες γης του Μοριά, τους διανοούμενους της
Βιέννης, τους εμπόρους – πλοιοκτήτες του Αιγαίου, τους οπλαρχηγούς και
αρματολούς της Ρούμελης. Οι πολλοί και εξαθλιωμένοι αγρότες, οι έμποροι και οι
πλοιοκτήτες, οι πλούσιοι και διανοούμενοι Φαναριώτες, οι ισχυροί κλέφτες και
αρματολοί, καθώς και οι λόγιοι της διασποράς, κάτω από αντικειμενικά δύσκολες
συνθήκες, εξοπλίστηκαν με ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς, της ελληνικότητας και
της κοινής ιστορικής κληρονομιάς και συνέχειας.
Η κλασική Αρχαιότητα, αποτέλεσε τον ισχυρό
συνδετικό δεσμό των κατακτημένων
Νεοελλήνων, τη γόνιμη μυθοπλασία. Η επίκληση της Αρχαιότητας, έπρεπε να
ισορροπεί ανάμεσα στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, κοινό χαρακτηριστικό των
κοινωνικών ομάδων που διεκδικούσαν τη σύσταση εθνικού κράτους, και στην κοινή
καταγωγή, βεβαιωμένη από τη γλωσσική συγγένεια με τους Έλληνες του κλασικού
πολιτισμού. Η ορθοδοξία, παρά το γεγονός ότι συγκινούσε την πλειονότητα των
Ελλήνων, προσέκρουε στη στενή σχέση των αξιωματούχων της οθωμανικής εξουσίας με
τον Πατριάρχη, ο οποίος θεωρείτο εγγυητής του κοινωνικοπολιτικού status της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο
προσδιορισμός της έννοιας της εθνικής ταυτότητας, σύμφωνα με τις αρχές της
εθνικής ιδεολογίας, απαιτούσε την κατάδειξη συνεχούς και αδιάλειπτης ιστορικής
ύπαρξης μιας χωριστής πολιτισμικής οντότητας, τα χαρακτηριστικά της οποίας
υποτίθεται ότι δεν είχαν αλλοιωθεί Η
αναφορά των Νεοελλήνων στην Κλασική Αρχαιότητα, νομιμοποιούσε το αίτημα για τη
δημιουργία του εθνικού κράτους και ενίσχυε την αίσθηση της ελληνικότητας.
Υποστήριζαν, επίσης, ότι ήταν απόγονοι
και ίσως κληρονόμοι των ενδόξων προγόνων, τους οποίους θαύμαζαν οι δυτικοί, και ότι είναι θύματα της
ασιατικής βαρβαρότητας.
Η κοινή πίστη, για τη
συγγένεια με τους προγόνους, που υπήρχε πολλά χρόνια πριν από το 1821,
εκδηλωνόταν και με την ονοματοδοσία των παιδιών με αρχαιοελληνικά ονόματα, όπως
επίσης, και με ονόματα των θεών της
ελληνικής θρησκείας καθώς και ηρώων, που έδιναν οι πλοιοκτήτες στα πλοία, παρά
τις αντιδράσεις της χριστιανικής εκκλησίας. Τα οικογενειακά ονόματα αλλάζουν,
παίρνουν αρχαία όψη: Ο Καλμούκος γίνεται Καλλιμάχης, ο Μπιρίκος γίνεται
Εμπειρίκος. Τα παλαιά θρησκευτικά ονόματα εγκαταλείπονται, το Ιωάννης ή Παύλος γίνεται
Περικλής ή Θεμιστοκλής ή και Ξενοφών. Ακόμη καταβλήθηκε προσπάθεια ια τη
δημιουργία μιας επίσημης γλώσσας.
Με οριστικοποιημένη πλέον τη συνείδηση της
ελληνικότητας, οι Έλληνες αστοί των παροικιών, επηρεασμένοι από τις ιδέες περί Έθνους, που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη,
δημιούργησαν τους πρώτους ιδεολογικούς πυρήνες. Με την ίδρυση σχολείων στις
ιδιαίτερες πατρίδες τους, τη σύσταση κληροδοτημάτων, προκειμένου να σπουδάσουν
οι νέοι, και με την παραγωγή βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, έπαιξαν καθοριστικό
ρόλο στη μεταλαμπάδευση ιδεών και ιδεολογικών ρευμάτων από τη διαφωτισμένη Δύση
στην Ανατολή
Στις τελευταίες
δεκαετίες του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα πνευματικό κίνημα, από
καλλιεργημένες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είχε αρχικά το χαρακτήρα πνευματικού κινήματος, αλλά
μετά τη Γαλλική Επανάσταση, απέκτησε έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά. Το κίνημα
βασίστηκε στη διάδοση των Ευρωπαίων στοχαστών (Βολταίρος, Λοκ, Καρτέσιος,
Νεύτωνας, Καντ και άλλοι) με τη μετάφραση των βασικών έργων τους στη
χριστιανική Ανατολή. Μεγάλοι δάσκαλοι, όπως: Ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Ιώσηπος
Μοισιόδακας, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντάς
και άλλοι, δίδαξαν τις νεωτερικές ιδέες και συγχρόνως άρχισαν να τελειοποιούν
την εθνική γλώσσα.
Στον ιδεολογικό
προσανατολισμό του ελληνικού
Διαφωτισμού, συνέβαλε και το πνευματικό κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, όπου
κυριαρχούσαν οι ιδέες του Herder.. Με τις ιδέες του, διατύπωσε το εθνοτοπικό δόγμα:
«κάθε πολιτισμικά διακριτή κοινότητα, δικαιούται να αποτελεί και μια εξίσου
διακριτή και αυτόνομη πολιτική κοινότητα».
Οι λόγιοι, κύριοι
εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, επηρεασμένοι από τις ριζοσπαστικές
τάσεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, διαμόρφωσαν τον προοδευτικό χαρακτήρα του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού και το αίτημα για τη δημιουργία εθνικού κράτους. Προς
την κατεύθυνση αυτή λειτούργησε η Αμερικανική Επανάσταση (1776) και κυρίως η
Γαλλική Επανάσταση (1789), καθώς και οι ναπολεόντειες κατακτήσεις.
Ο Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), με το
πολύπλευρο συγγραφικό του έργο και με σκοπό την ένταξη της παιδείας στο
πολιτικό πλαίσιο της απελευθέρωσης, οραματιζόταν τη δημιουργία ενός
πολυεθνικού, ελεύθερου και δημοκρατικού βαλκανικού κράτους, χωρίς θρησκευτικές
ή εθνικές διακρίσεις. Ο Αδαμάντιος Κοραής συνέβαλε καθοριστικά στην ιδέα
διεκδίκησης εθνικού κράτους. Με το πολυσχιδές έργο του προσπάθησε να
δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για εθνική αφύπνιση, εμφορούμενος από
φιλελεύθερες ιδέες. Πίστευε πως η γέννηση του ελεύθερου κράτους των Γραικών
ήταν υπόθεση παιδείας, εθνικής συνείδησης και πολιτικής πράξης. Γι αυτό, μέσα
από το έργο του, αναδεικνύεται η γλώσσα, η ιστορία και γενικά ο Ελληνικός
πολιτισμός.
Στις αρχές του 19ου
αιώνα οι Έλληνες είχαν πλέον συνειδητοποιήσει την ανάγκη της εθνικής
ανασυγκρότησης. Οι εκδοτικές προσπάθειες συνεχίστηκαν με την έκδοση από τον
Άνθιμο Γαζή (1811) του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», καθώς και με τη σύσταση
εταιρειών, όπως η υποστηριζόμενη από τον υπουργό του Τσάρου της Ρωσίας, Ι.
Καποδίστρια, Φιλόμουσος Εταιρεία..
Στο πλαίσιο αυτό
ιδρύεται στην Οδησσό της Ρωσίας το 1814, από μεσαία αστικά στρώματα του
ελληνισμού, η «Φιλική Εταιρεία» με τους:
Εμ. Ξάνθος, Νικ. Σκουφάς και Αθαν. Τσακάλωφ. Οι διανοούμενοι του
ελληνικού διαφωτισμού, με τη συμμετοχή τους στη Φιλική Εταιρεία και, ιδιαίτερα,
με το ρηξικέλευθο πολιτικό τους λόγο, που σκόπευε στην πολιτισμική και
κοινωνική αλλαγή, είχαν συμβάλλει, ουσιαστικά, στη διαμόρφωση της νεοελληνικής
συνείδησης και στη δημιουργία
επαναστατικού κλίματος. Στις αρχές του 1820 η Φιλική Εταιρεία διέθετε σημαντική
πολιτική δύναμη, αφού στελεχωνόταν από εκατοντάδες διακεκριμένους Έλληνες. Η
ανάληψη της εξουσίας από τον Υψηλάντη σηματοδοτούσε την τελευταία φάση της
προετοιμασίας των κατακτημένων Ρωμιών για την έναρξη της Επανάστασης..
Οι εξελίξεις εντός και
εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας ευνοούσαν την έναρξη της επανάστασης. Την
περίοδο (1820-1821) η οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε σοβαρά εσωτερικά και
εξωτερικά προβλήματα, όπως η σύγκρουση
του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με το σουλτάνο. Ακόμη η αυτοκρατορία βρισκόταν σε
πόλεμο, στα ανατολικά σύνορά της, με την Περσία. Η κρατική μηχανή και
ιδιαίτερα, ο στρατός της οθωμανικής εξουσίας, βρίσκονταν σε αποδιοργάνωση, οι
προσπάθειες των σουλτάνων για ανασυγκρότηση και δημιουργία τακτικού στρατού
συνάντησε την αντίδραση των γενιτσαρικών σωμάτων..
Τέλος, παραμονές της
επανάστασης, είχε παγιωθεί και εμπεδωθεί η εθνική συνείδηση σε ευρύτερα τμήματα
των νεοελλήνων και, πολλοί από τους οποίους, εκτός από τη συνείδηση, διέθεταν
πλούτο και παιδεία και κοινωνική καταξίωση. Όλοι αυτοί, οι τόσο διαφορετικοί,
διατηρώντας η κάθε ομάδα τις δικές της επί μέρους επιδιώξεις, εξέφρασαν την
επιθυμία των πολλών Ελλήνων Ραγιάδων, η οποία συνίστατο στη συγκρότηση
ελληνικού κράτους. Το τολμηρό αυτό εγχείρημα θα μετουσιωθεί σε πράξη το 1821.
Σ.Σ:
το άρθρο αυτό αποτελεί τμήμα της εργασίας που εκπόνησα στο πλαίσιο της Θ.Ε «Νεότερη
και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία».
Βασική
βιβλιογραφία:
• Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΑ΄,
Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1974-1975.
•
Σπ. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή
των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ΙΕ’- ΙΘ’ αιώνας,
Αθήνα, Μέλισσα, 1979.
•
Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός,
Αθήνα, Ερμής, 1977.
•
Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός
Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, 1996.
•
Πασχ. Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση
και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Αθήνα, Πορεία, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου