Ξαναδημοσιεύω παλιότερο κείμενο που είχε τίτλο: "
Μακρίσια θύμισες από μια εποχή που
ξεθωριάζει". Ο σημερινός τίτλος
«Ωδή για τη χαμένη αθωότητα» εκφράζει πιστότερα το περιεχόμενο του κειμένου.
Τον τίτλο αυτό άλλωστε θα έβαζε και ο εκλεκτός φίλος Σωτήρης Σωτηρόπουλος.
« ...
σ΄ αυτούς που βάλανε την έγνοια προσκεφάλι και καλοσύνη
δεν τους άγγιξε καμιά...»
Η αναφορά τούτη υπαγορεύεται από την αίσθηση του χρέους στους γονείς
μας, οι οποίοι μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσαν να
υποτάξουν τα στοιχεία της φύσης και να δημιουργήσουν τις απαραίτητες
συνθήκες για την επιβίωσή μας. Παράλληλα να καλλιεργήσουν τις ανθρώπινες
αξίες της ζωής αγάπη, αρετή, δικαιοσύνη, εντιμότητα, εργασία,
φιλοξενία, συντροφικότητα… και από μια ακατανίκητη ανάγκη της ψυχής
καθενός από μας, που βιώσαμε τις εμπειρίες μιας εποχής, να εξωτερικεύσει
εικόνες, πρόσωπα, βιώματα όπως απλά έχουν καταγραφεί.
Ασφαλώς δεν φιλοδοξώ αυτή η μικρή αναδρομή στο παρελθόν να θεωρηθεί
ιστορική ή λαογραφική εργασία, θα ήταν ασέβεια προς τους ειδικούς να
επιχειρήσω κάτι τέτοιο. Μοναδικός μου στόχος, η χωρίς υπερβολές και
ωραιοποιήσεις ανάδειξη μιας ομορφιάς, που παρά την δραματική
κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα υπήρχε και σιγά -σιγά ξεθωριάζει.
Θα κινήσουμε λοιπόν το οδοιπορικό στις θύμησες του χθες, θ ανηφορίσουμε
στα απομνημονεύματα της ψυχής, θα κατηφορίσουμε σε τούτο τον αναπάντεχο
τόπο που κυοφορήθηκε πλάι στα γάργαρα νερά του Αλφειού, στην αγκαλιά
των ξωκλησιών του Αι Γιάννη , του Αι-Λια και αργότερα του Αι -Γιώργη ,
ανάμεσα στις καταπράσινες κουκουναριές, στα πεύκα, στις ελιές, τις
τρικοκιές και τις σταφίδες.
Τα περισσότερα σπίτια, διώροφα, χτισμένα από πέτρα που το πάχος του
τοίχου ζύγωνε το ένα μέτρο, να προστατεύονται θαρρείς τα μυστικά της
κάθε φαμελιάς. Ταράτσες κάποτε με ξύλινα προστατευτικά δεμένα σταυρωτά,
χιαστί, σκεπασμένες με το παραδοσιακό χαγιάτι από ξύλα κυπαρισσιού και
κεραμίδια. Οι πόρτες, τα παράθυρα, τα πατώματα μοσχοβολούσαν
κυπαρισσόξυλο, υλικό απ το οποίο κατασκευάζονταν.
Αντίθετα με τους εξωτερικούς τοίχους, τα εσωτερικά χωρίσματα, οι
διαιρέσεις ήταν λεπτές, φτιαγμένες από καλάμι και σοβά από κοκκινόχωμα,
για να ακούγεται και ο ψίθυρος ακόμη. Οι επιφάνειες των τοίχων
κάτασπρες, τις γιορτινές μέρες δε, άστραφταν και μοσχοβολούσαν πιότερο
ασβέστη.
Λάττες με βασιλικά στόλιζαν τα περβάζια των παραθύρων, τις ταράτσες,
τις ξύλινες σκάλες, τις αυλές. Σε πολλά σπίτια αναρριχώμενες
τριανταφυλλιές χάιδευαν τους τοίχους – μεθύσι οφθαλμών – όταν
ολάνθιστες καλοδέχονταν την άνοιξη.
Σαν έφτανε κανένας ξένος, έτσι συνήθιζαν να λένε τους επισκέπτες,
ξαφνιάζονταν από τη ζεστασιά τούτων των ανθρώπων . Τότε το κατώι
(ισόγειο σπιτιού)είχε την τιμητική του!. Όλα με τη σειρά προσφέρονταν να
ευχαριστήσουν τον «ξένο» , τα βαγένια με το κρασί , οι ζάρες
(πιθάρια) με το λάδι, το ολόγιομο κασόνι με το στάρι , οι λαήνες με τις
τσιγαρίδες. Κι αν ήταν τυχερός κανείς δοκίμαζε ζεστό ψωμί ή μπομπότα
από το χτισμένο -σε σχήμα μισοφέγγαρου - με γλίνα (άργιλος) και άχυρο
φούρνο .Το κτιριακό «συγκρότημα » συμπληρωνόταν με τη «χαμοκέλα»,
αποθήκη κτισμένη με πλίθες (χώμα με άχυρο), πλάι στο σπίτι , χρήσιμες
για τη στέγαση των ζώων (άλογο , γαϊδούρι, κότες, μια –δύο προβατίνες
,γουρούνι).
Το χειμώνα ,κάτω απ το φώς της γυφτόλαμπας ή κατραμόλαμπας(έβγαζε μαύρο
καπνό από ακάθαρτο πετρέλαιο που έκαιγε- αλλοίμονο και φύσαγε, τα
πρόσωπα γίνονταν μαύρα!), πλάι στο παραγώνι (υποτυπώδες τζάκι) , που
συνήθως κάπνιζε, μοναδικό σημείο που πυρωνόταν ( ζεσταινόταν) , η
φαμελιά (οικογένεια) μοιραζότανε τις έγνοιες και τις αξεφλούδιστες
ψητές στη θράκα πατάτες με την απαραίτητη συντροφιά των
κατσουλιών(γάτες) .
Απρόσμενοι επισκέπτες τα χειμωνιάτικα βράδια, οι αστραπές , οι στάλες
της βροχής – για να προφυλαχθεί το πάτωμα από την «εσωτερική » βροχή
βάζανε τσίγκινη λεκάνη και οι στάλες χτυπούσαν ρυθμικά ! , ενώ τα
παραθυρόφυλλα τα χτυπούσε το άνεμο- βρόχι . Μουσική χωρίς μαέστρο!.Όταν ,
παίζοντας μες τη βροχή , γινόμαστε μούσκεμα και επειδή δεν είχαμε άλλα
ρούχα να αλλάξουμε , στέγνωναν τα ρούχα πάνω μας!, αφού –όπως λέει και η
παροιμία- ο βρεγμένος τη βροχή δε φοβάται !!!.
Την άνοιξη που «άνοιγε» η φύση , γινόμαστε ένα μαζί της . Αυτοσχέδια
παιχνίδια γέμιζαν την κάθε στιγμή( τραμπάλα, ντάλια , ποδόσφαιρο με
τόπι ,φέγγο μπόκαλα). Τα βράδια , παρέες , για κυνήγι σαλιγκαριών με
ασετιλίνη. Ανεβαίναμε στα δένδρα –πολύ ψηλά για να πιάνουμε σπουργίτια .
Οι μικροτραυματισμοί στην ημερήσια διάταξη!. Πολλά όνειρα για τα
καλοκαίρια. Όταν έφτανε η ημέρα που έκλειναν τα σχολεία , τα οποία
στεγαζόταν σε διαφορετικά κτίρια- αποθήκες- ξεκινούσε η περιπέτεια του
καλοκαιριού.
Τα σχολείο λειτουργούσε πρωί απόγευμα .Για να μαζεύονται οι μαθητές στη
συγκεκριμένη ώρα , χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησιάς. Τα αγόρια – μαθητές
ήταν υποχρεωμένα να χτυπούν εκ περιτροπής , πρωί και απόγευμα, την
καμπάνα , επειδή όμως δεν είχαν ρολόι σπίτι ( για ρολόι στο χέρι ούτε
συζήτηση ) η συγκεκριμένη ώρα βρισκόταν με τη θέση του ήλιου!. Όταν
είχε συννεφιά η καμπάνα χτυπούσε στο περίπου!!!. Τα αγόρια με τα κοντά
παντελονάκια και τα κορίτσια με τις μπλε ποδιές και τα άσπρο γιακαδάκι
,συγκεντρωμένα στο τέλος της σχολικής χρονιάς όλα στην αυλή του
σχολείου ανυπομονούσαν να ακούσουν αν προβιβάστηκαν.
Με την παύση του σχολείου , μέσα Ιουνίου , γινόταν ομαδική φυγή για την
εξοχή . Θύμιζε καραβάνι τούτη η μετακόμιση στα εξοχικά. Τη συγκεκριμένη
ημέρα ,το βραδάκι ξεκίναγε η πομπή : Μπροστά το αντρόγυνο με το
άλογο φορτωμένο με τα λίγα υπάρχοντα, το γαϊδουράκι φορτωμένο με τις
κότες , το γουρούνι , ο σκύλος και τα ξυπόλυτα παιδιά συμπλήρωναν την
ομάδα. Το εξοχικό ήταν ένα πλινθόκτιστο σπιτάκι με φρατζάτα από
φτερίνα, που μοσχοβολούσε με την πρωινή δροσιά , αυτοσχέδια κρεβάτια(με
τρίποδα). Ένα πηγάδι με νερό και ένα τουλάχιστον δένδρο για ίσκιο ήταν
απαραίτητα για να φιλοξενήσουν την οικογένεια τους καλοκαιρινούς μήνες
.Η επιστροφή γινόταν μετά το μάζεμα του αραποσιτιού (καλαμπόκι) ,σήμαινε
το τέλος του καλοκαιριού.
Ω! τούτοι οι απλοί, ευγενικοί, φιλόξενοι άνθρωποι! Δουλευταράδες
ανεξάντλητοι, έσκαβαν ήλιο με ήλιο τη γη, μετέτρεπαν τα στοιχειωμένα από
αγριόδενδρα άγονα κτήματα σε εύφορα. Όργωναν με τα άλογα τον κάμπο.
Πληγωμένα χέρια, ροζιασμένα απ την αξίνα, σκασμένα από το κρύο ή τη
ζέστη πόδια, ριγμένοι στον αγώνα της επιβίωσης, της εξασφάλισης του
καθημερινού φαγητού. Κι είχε όλη η οικογένεια συμμετοχή σε τούτη την
προσπάθεια. Μόνο μια φέτα ψωμί, μια ντομάτα, λίγες ελιές κι ένα ποτήρι
κρασί τους συνόδευε σε τούτο τον αγώνα, που για τους περισσότερους ήταν
ευλογία Θεού. Τι κι αν δεν είχαν παπούτσια; Τι κι αν δεν είχαν καλά
ρούχα, μια αλλαξιά φύλαγαν για την εκκλησιά, τι κι αν δεν υπήρχε μέρα
ανάπαυσης, ήταν γεμάτοι πίστη στον αγώνα τους γεμάτοι ελπίδα κι αυτό
τους σήκωνε ψηλά στις δυσκολίες.
Μετρούσαν το χρόνο με τις δουλειές που προγραμμάτιζαν: σπορά σιταριού,
κριθαριού, βρώμης, μάζεμα ελιών, κλάδεμα σταφίδας, ξελάκκωμα, σκάψιμο,
σκάλισμα, χαράκωμα, ράντισμα, θέρος του σιταριού, αλώνισμα. Σπορά
καλαμποκιού, φιστικιού, σκάλισμα, πότισμα. Τρύγος σταφίδας, κόψιμο ξύλων
για το τζάκι με τα τσεκούρια, μάζεμα καλαμποκιού. Τρύγος αμπελιών
πάτημα σταφυλιών, αποθήκευση του μούστου, μάζεμα ελιών…. Αυτός ο τροχός
της δημιουργίας , η αδιάσπαστη αλυσίδα του αγώνα, τους κρατούσε γερούς
και ακούραστους. Η σχέση με τους σέμπρους (με αυτούς που είχαν
συμφωνήσει να χρησιμοποιούν μαζί τα άλογα) ήταν ιδιαίτερα στενή.
Μοιραζόντουσαν τα αστεία την ώρα της δουλειάς, το φτωχικό κολατσιό την
ώρα της μικρής παύσης, την αγωνία για την σοδειά που θα κρινε την
¨ευρωστία¨ των οικονομικών τους. Το μεγαλύτερο ξεφάντωμα γινόταν τις
απόκριες. Τότε δυο τρεις ή και περισσότερες οικογένειες μαζί έσφαζαν
από κοινού τα χοιρινά ή γουρούνια. Τότε στηνόταν σωστό πανηγύρι! Ότι
κρέας περίσσευε έκαναν παστό για να τρώει όλο το χρόνο η οικογένεια.
Χαρά τους ικανοποίηση τρανή να βλέπουν τα βλαστάρια τους να μεγαλώνουν.
Συνήθως είχαν πολλά παιδιά, δεν τους ανησυχούσε αυτό. Δεν αγωνιούσαν γι
αυτό. Πίστευαν πως είναι ευτυχισμένοι οι γονείς πούχαν παιδιά και το
βίωναν. Πάλευαν σ όλη τους τη ζωή γι αυτά και έλπιζαν. Η χαρά της
συνέχειας της ζωής ήταν η ελπίδα τους και τους στήριζε.
Δεν ήταν μορφωμένοι άνθρωποι, η σοφία, η απλότητα, ο βαθμός αντίληψης
των αξιών είναι αξιοσημείωτα. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε. Στον
ευλογημένο τούτο τόπο, που πότισαν με τον ιδρώτα τους οι γονείς μας,
ανθίζουν ακόμη οι βασιλικοί και πρασινίζουν τα δέντρα την άνοιξη. Που
και που υπάρχει ακόμη και κάποια αλάνα να παίζουν τα παιδιά.
Οι συνθήκες της ζωής σίγουρα βελτιώθηκαν, η ζωή μας όμως έγινε ομορφότερη ;