Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ




  Το ενδιαφέρον στις τελευταίες μου αναρτήσεις εστιάζεται σε σκέψεις και προβληματισμούς γύρω από τη χρεοκοπία που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Μια χρεοκοπία που οι συνέπειες της διαπερνά  όλους τους πολιτικούς και  κοινωνικούς  θεσμούς. Από την πρώτη στιγμή της χρεοκοπίας επεδίωξα (με οδηγό τις υποκειμενικές μου βεβαιότητες) να εντοπίσω τα βαθύτερα αίτια της πολύπλευρης κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, φιλοξενώ μια σειρά άρθρων, με διαφορετικές προσεγγίσεις, αποφεύγοντας την ανέξοδη ρητορική που υπαγορεύει η άγνοια και η κομματική σκοπιμότητα.
Για την τωρινή ανάρτηση επέλεξα το άρθρο του Γιώργου Σιακαντάρη, το οποίο αλίευσα από το ιστολόγιο «Πολιτική Επιθεώρηση».

Ένας από τους πλέον διαδεδομένους μύθους της μεταπολίτευσης είναι αυτός που θέλει σ’ αυτή την περίοδο να ηγεμονεύει ιδεολογικά η Αριστερά. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή ή όχι της Αριστεράς στην κυβερνητική διαχείριση, αυτή επέβαλλε την ιδεολογία της στο πολιτικό σύστημα. Ο αστικός πολιτικός συνασπισμός –υποστηρίζει ο μύθος–, έχοντας ενοχές για τη στάση του έναντι της Αριστεράς μετά τον Eμφύλιο, γνωρίζοντας τις ευθύνες του για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, αναγκάστηκε να ενσωματώσει στην ιδεολογία του, αλλά και στην πολιτική του πρακτική τις ιδέες της Αριστεράς. Ηταν όμως «αριστερά» όλα όσα στη μεταπολίτευση και ειδικά σήμερα παρουσιάζονται ως τέτοια; Αν αριστερό είναι ένα κράτος-βιομήχανος που υποκαθιστά την παραγωγική αδυναμία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η υποκατάσταση του δημόσιου τομέα ως παρόχου ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών από επιδοματικές πολιτικές, η υποκατάσταση της πάλης για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων από ιδεολογίες ομογενοποίησης σε προνομιούχους και μη, σε πλούσιους και φτωχούς, σε ρετιρέ και υπόγεια, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, τότε ναι, η ηγεμονία της Αριστεράς ήταν πρόδηλη. Αν ο ελληνικός λαϊκισμός εκλαμβάνεται ως αριστερό έργο και ιδεολογία και ο κρατισμός και η κομματοκρατία ως το μέσο επιβολής αυτής της κυριαρχίας, τότε ναι, η ηγεμονεύουσα μεταπολιτευτική δύναμη ήταν η Αριστερά.

Αναρωτιέμαι όμως, μήπως αυτός ο κρατισμός δεν ήταν έκφραση της ηγεμονίας του αριστερού λόγου, αλλά αποτέλεσμα του αδύναμου αστικού κόσμου έναντι της υποχρέωσής του να δημιουργήσει ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο; Μήπως η δήθεν κομματοκρατία δεν ήταν τίποτα άλλο από την υποταγή του πολιτικού συστήματος στις εντολές και τα συμφέροντα ισχυρών δημόσιων και ιδιωτικών ομάδων συμφερόντων; Μήπως το πελατειακό σύστημα δεν ήταν τίποτα άλλο από υποταγή του δημόσιου συμφέροντος στη βούληση της δήθεν αδύναμης κοινωνίας των πολιτών; Αυτή η «αδύναμη κοινωνία των πολιτών» που όποτε χρειάστηκε έδειξε τη συντηρητική ιδεολογία της (μακεδονικό, ταυτότητες, νομοσχέδιο Γιαννίτση). Αναρωτιέμαι επίσης, μήπως αυτό το «μεγάλο» κράτος των υψηλών δαπανών δεν ήταν το αποτέλεσμα της κυριαρχίας των «αριστερών», αλλά απόρροια της ισχυρής διαπλοκής του με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα; Αν η απάντηση σ’ όλα αυτά τα «μήπως» είναι θετική, τότε αυτό που κυριαρχούσε στη χώρα δεν ήταν η Αριστερά, αλλά ο λόγος των πιο συντηρητικών ιδεολογικών προταγμάτων.

Γιατί, πέραν της Αριστεράς του κομμουνιστικού κρατισμού, πέραν της Αριστεράς του σχήματος Μητρόπολη-Περιφέρεια, πέραν της ταυτιζόμενης με τη δήθεν «κοινωνική» Δεξιά Αριστεράς, όπου αμφότερες θεωρούν ότι οι παροχές, το κράτος-βιομήχανος και το περίφημο νεοφιλελεύθερο δίχτυ προστασίας είναι μια κοινωνική πρόταση, υπήρχε και μια άλλη πρόταση, αριστερή, που δεν ακούστηκε πολύ.

Στη μεταπολεμική Ευρώπη συγκροτήθηκαν τρία παραγωγικά μοντέλα. Το πρώτο ήταν αυτό του κορπορατισμού και το δεύτερο του νεοφιλελευθερισμού. Κανένα απ’ αυτά δεν αποτελεί αριστερή πρόταση, εκτός και αν κανείς θεωρεί ότι το περίφημο κοινωνικό ζήτημα, αυτό δηλαδή των ανισοτήτων, είναι ένα ζήτημα «ψευδοκοινωνικό». Το ακούμε και αυτό ως αριστερή μεταρρυθμιστική πρόταση σε μια χώρα με 30% ανεργία, με τουλάχιστον 25% που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας και με σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια ανασφάλιστους. Εδώ έχουμε την αντιστροφή της προαναφερθείσας αστικής ενοχής. Κάποια Αριστερά και κάποιοι αριστεροί, που ταυτίστηκαν με τον κρατισμό, σήμερα αισθάνονται ενοχή έναντι οποιασδήποτε αναφοράς που υποστηρίζει ότι ο μεγάλος ένοχος της ελληνικής κρίσης δεν ήταν οι δημόσιες δαπάνες γενικώς, αλλά η ποιότητα και η στόχευση αυτών των δαπανών. Γι’ αυτούς τους αριστερούς μεταρρυθμιστές οι στοχευμένες δημόσιες δαπάνες ως αριστερή πρόταση για την ανάπτυξη αποτελούν άγνωστη γη.
Το τρίτο μοντέλο ήταν το σοσιαλδημοκρατικό. Η μια εκδοχή του, αυτή της Γερμανίας και εν μέρει της Γαλλίας, αλλά και άλλων κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, εστίασε στη διατήρηση της εργασιακής ειρήνης και στην εξασφάλιση ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους, βιομηχάνων και εργατών. Αυτό εγγυήθηκε την παραμονή στην εργασία όσων ήδη εργάζονταν, πρόσφερε δε καλές αμοιβές και συνθήκες εργασίας για τους απασχολούμενους, ενώ παράλληλα στηριζόταν στην παραγωγική δραστηριότητα του ίδιου του κράτους. Η προστασία της εργασίας ήταν ο πυρήνας του.

Η δεύτερη εκδοχή, αυτή της σκανδιναβικής (κυρίως της σουηδικής) Σοσιαλδημοκρατίας, έμεινε μακριά από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και εστίασε στην οικοδόμηση ενός υπεραναπτυγμένου συστήματος υπηρεσιών στην υγεία, στην παιδεία, στην ασφάλεια, στις δημόσιες συγκοινωνίας, με πόρους που αντλούσε από την υψηλή και αναλογική φορολόγηση. Ο πυρήνας της σκανδιναβικής Σοσιαλδημοκρατίας ήταν η προοδευτική φορολογία και η παροχή ευρύτατων κοινωνικών υπηρεσιών. Οχι όμως και η κρατική συμμετοχή στην παραγωγή. Ο σοσιαλισμός για τους Σκανδιναβούς σοσιαλδημοκράτες ήταν μια αναδιανεμητική έννοια. Εκδοχή που στη Γερμανία βρήκε τη δική της θέση μετά το Συνέδριο του SPD στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ το 1959.

Πάντως, κοινή ήταν η πεποίθηση πως η αγορά αδυνατεί να θέσει συλλογικούς στόχους και κατά συνέπεια το κράτος που σέβεται τους ελεύθερους και ελεγχόμενους τρόπους λειτουργίας της αγοράς καλείται να διορθώσει τις ανισότητες που γεννά η αγορά. Και για τις δύο εκδοχές σοσιαλισμός δεν σήμαινε κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, επανάσταση, ένα κόμμα, κατάργηση της δημοκρατίας, αλλά μόνο μια κοινωνική συνθήκη που εξασφάλιζε δημόσια παιδεία, δημόσιες υπηρεσίες υγείας και ιατρική ασφάλιση, δημόσια πάρκα και παιδικές χαρές, συλλογική μέριμνα για τους ηλικιωμένους, τους ανάπηρους και τους ανέργους.

Ηταν όλα τα παραπάνω κυρίαρχη ιδεολογία της μεταπολιτευτικής περιόδου; Αν ήταν, τότε έχω άδικο να υποστηρίζω ότι η κυριαρχία της αριστερής ιδεολογίας στη μεταπολίτευση είναι μύθος. Αν δεν ήταν, τότε υπάρχει πρόβλημα με κάποιους αριστερούς που σήμερα αισθάνονται ένοχοι, αν υποστηρίζουν τον αριστερό σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό.

Γιώργος Σιακαντάρης, Εφημερίδα των Συντακτών
Πηγή: http://politicalreviewgr.blogspot.gr/2014/10/blog-pos

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

«Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» Ο Οδυσσέας Ελύτης, η ημιτελής «Αλβανιάδα» και η συμμετοχή του στον αγώνα



Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου εν όψει και ας αναφερθώ, σε όσους δεν το γνωρίζουν, σ' ένα αφιερωμένο στο αλβανικό έπος ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο όμως απέσυρε και θα εξηγηθεί πιο κάτω από τον ίδιο γιατί. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο - 1941 Πρόκειται για την «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές, που δημοσιεύθηκε το 1965 στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη.
Περνάω αμέσως στο μεγαλύτερο μέρος τής άκρως ενδιαφέρουσας (ανυπόγραφης) αυτής συνέντευξης (που υπάρχει στο αρχείο μου, δανειζόμενος τον ίδιο τίτλο, με δικούς μου υπότιτλους), παρακάμπτοντας το ποίημα αφού ο δημιουργός του δεν το περιέλαβε τελικά στα έργα του. Οπου ο Ελύτης, αφού εξηγεί πώς αποφάσισε να σταματήσει τη σύνθεση του εν λόγω ποιήματος (τον τράβηξε το «Αξιον Εστί», ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που έγραψε την ίδια περίοδο), περνάει στο Επος του Σαράντα όπου, όπως είναι γνωστό, συμμετείχε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κι όπου αρρώστησε βαριά και παραλίγο να χάσει τη ζωή του.
«Ομορφη αφροσύνη»
- Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;
- Οχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ' όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ισως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος». Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ' ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα. Με τράβηξε το «Αξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ' έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.
(Στη συνέχεια απαντάει σε ερώτηση για την τεχνική του ποιήματος - και αμέσως μετά):
- Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Επος του Σαράντα;
- Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Αδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.
«Σώθηκα από θαύμα»
- Προσωπικά, εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
- Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν' αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίσανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν απάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Ετσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της Γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος σ' έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως όπως σ' ένα φορείο, που το χώσανε σ' ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ' ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ' έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κ' έμεινα τρεις μέρες. Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι «έζησα το θαύμα» και σώθηκα από ένα θαύμα. Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω.
 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣ , Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Το σήμερα της ΝΕΡΙΤ, το αύριο του τόπου



 
Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος,, σε άρθρο του στην εφημερίδα  των Συντακτών  με τον παραπάνω τίτλο, αναδεικνύει την ανεπάρκεια των δημοσιογράφων που ζητούν να προσληφθούν ή να επαναπροσληφθούν στη ΝΕΡΙΤ. Οι απαντήσεις ορισμένων υποψηφίων τρομάζουν και τον πλέον ψύχραιμο πολίτη αυτού του τόπου. Από τις απαντήσεις που φαίνεται ότι έδωσαν( κατά τον  καθηγητή) οι τηλεοπτικοί αστέρες προκύπτει ότι οι ερωτήσεις, στις οποίες  κλήθηκαν να απαντήσουν οι ερωτώμενοι, είναι επιπέδου  αποφοίτων τριταξίου Γυμνασίου.  Δια του λόγου το ασφαλές, παραθέτω απόσπασμα από το εν λόγω άρθρο του Καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου στην εφημερίδα  των Συντακτών

1. Η Απάντηση
 Γιατί δέχτηκα να συμμετάσχω στην τριμελή επιτροπή η οποία ανέλαβε την ψυχοφθόρο διαδικασία αξιολόγησης των δημοσιογράφων που ζητούσαν πρόσληψη ή επαναπρόσληψη στη δημόσια τηλεόραση; Μα για να έχω Την Απάντηση. Ακόμη περισσότερο για να τη βλέπω καθημερινά στον καθρέφτη… Σε ποια ερώτηση; «Ποιος μ… τους προσέλαβε;». Είναι η ερώτηση την οποία θέτω στον εαυτό μου κάθε μία από τις αναρίθμητες φορές που ακούω έναν λειτουργό της τηλεοπτικής ενημέρωσης να κακοποιεί βάναυσα είτε την ιστορική αλήθεια είτε τη γλώσσα είτε τα δεδομένα που αφορούν τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών του κράτους, είτε, είτε, είτε…
 2. Η ενημέρωση
 Τι έμαθα από τη συμμετοχή μου στη διαδικασία (στην οποία προσήλθαν εμπειρότατοι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, επιστήμονες, ιστορικοί, φιλόλογοι, νομικοί, επικοινωνιολόγοι, ακόμη και πανεπιστημιακοί); Εμαθα πως η τελευταία χώρα που προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η Αλβανία… Πως ο στρατάρχης Αλ. Παπάγος ήταν δικτάτωρ μαζί με τον Γ. Παπαδόπουλο το 1968… Πως ο Ο. Μπίσμαρκ δεν ήταν Γερμανός… Πως ο Κων. Καραμανλής πρωτοέγινε πρωθυπουργός το 1975… Πως ο Αλντο Μόρο είναι σήμερα πρόεδρος της Ιταλίας… Πως η δράση του… Ναπολέων Ζέρβα τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα… Πως το 1821 στο Φανάρι απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Παλαιών Πατρών Γερμανός… Ενώ στο κατατεθειμένο βιογραφικό δημοσιογράφου τεράστιας τηλεοπτικής εμπειρίας διάβασα -γραμμένο «καθ’ υποτροπήν»- πως… επιμελείτε καθημερινή εκπομπή…
 3. Η νοοτροπία
 Με πολλή ευγένεια και χωρίς διάθεση παρέμβασης στο έργο μας ο κ. πρόεδρος της ΝΕΡΙΤ μας κατέστησε κοινωνούς της δυσφορίας πολλών αξιολογούμενων για τις υποβαλλόμενες, δύσκολες ή παραπειστικές, ερωτήσεις. Παράλληλα, ένας εκ των προσελθόντων στη διαδικασία –εκ των πλέον επαρκών και εύστροφων δημοσιογράφων της δημόσιας τηλεόρασης– μας μετέφερε την παράκληση να μη γίνονται ερωτήσεις γνώσεων σε έμπειρους και καταξιωμένους συναδέλφους του.
 Φαίνεται, λοιπόν, πως η κρίση δεν ακύρωσε την ισχύ παλαιότερης φράσης του Δ. Σαββόπουλου, σύμφωνα προς την οποία «οι Ελληνες αποφάσισαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους μέχρι το τέλος, γι’ αυτό και δημιούργησαν δύο κατεξοχήν ευφάνταστα επαγγέλματα, του πολιτικού και του συνδικαλιστή» (στα οποία θα προσέθετα και αυτό του δημοσιογράφου). Το βέβαιο είναι πως η κυρίαρχη εθνική νοοτροπία, που συνίσταται στην περιφρόνηση της πραγματικότητας –άρα και σε άρνηση της αξιοκρατίας και της αξιολόγησης– κατεξοχήν έχει ως εκφραστές τους μαζικούς παιδαγωγούς της κοινωνίας, που είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης (και δη του δημόσιου τηλεδίαυλου)…