Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Πώς χάσαμε τις τράπεζες



Ελληνικές τράπεζες τέλος… Τις πήραν οι ξένοι… και τους οφείλουμε και τα σπίτια μας

Αυτό που έγινε στις τράπεζες την προηγούμενη εβδομάδα δεν αφορά μόνο τους μικρομετόχους. Μας αφορά όλους, γιατί σχεδόν ακατανόητα απαξιώθηκε η περιουσία του ελληνικού Δημοσίου, κάμποσα δισ. ευρώ χάθηκαν αδικαιολόγητα και δια παντός. Τι χάσαμε; Τι έφταιξε; Τι πήγε στραβά; Ποιος ευθύνεται; Υπάρχει κάποιος που μεριμνά για την περιουσία και το μέλλον της χώρας;
Τι χάσαμε
Το ελληνικό Δημόσιο έβαλε 25 δισ. € στις τράπεζες το 2013. Έχει μεταφέρει και μελλοντικά έσοδα των φορολογούμενων, ύψους 19 δισ., μέσω αναβαλλόμενων φόρων. Εναντι αυτών έχει αποκτήσει μετοχές που σήμερα αντιστοιχούν στο 57% (μέσος όρος) του τραπεζικού τομέα. Μετοχές που μέσω της τρέχουσας ανακεφαλαιοποίησης έχουν πλέον απαξιωθεί πλήρως. (Το ελληνικό Δημόσιο το 2013 απέκτησε πλειοψηφικά πακέτα σε Εθνική, Πειραιώς, Alpha  και  Eurobank σε τιμές 4,29€, 1,7€, 0,44€ και 1,54€ αντιστοίχως. Οι αυξήσεις κεφαλαίου στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησης θα γίνουν στα 0,02€, 0,003€, 0,04€ και 0,01€ ).
Επειδή οι μετοχές είναι χρηματιστηριακό προϊόν, δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε την αξία των μετοχών του Δημοσίου. Εξαρτάται από το timing, το μακροοικονομικό περιβάλλον κ.λπ. Προχθές τα hedge funds αποφάσισαν πως η εν λόγω αξία είναι μηδέν. Δεν ήταν πάντα έτσι. Στην 5η αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, όπου αναθεωρήθηκε ο στόχος για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, τα προσδοκώμενα έσοδα από την πώληση των τραπεζικών μετοχών ήταν 12 δισ. €. Πρόβλεψη συντηρητική, όπως αρμόζει σε διεθνή οργανισμό, η οποία υπερκεράστηκε από την πραγματικότητα το 2014, όταν η αξία των μετοχών του Δημοσίου ανήλθε στα 18.5 δισ. Χάσαμε λοιπόν κάτι που είχε δυνητική αξία μεταξύ 12 και 18 δισ. Χάσαμε μερικά δισεκατομμύρια δια παντός γιατί, ακόμα και αν ανακάμψουν οι τράπεζες στο μέλλον, το ελληνικό Δημόσιο έχει πλέον πολύ μικρή συμμετοχή στο μετοχικό τους κεφάλαιο και στα μελλοντικά κέρδη.
Τι έφταιξε
Η διαδικασία ήταν εντελώς στρεβλή και λανθασμένη. Περίπου σαν να υποχρεώνεται κάποιος να πουλήσει το σπίτι του οπωσδήποτε σήμερα χωρίς όριο τιμής και με έναν μόνο ενδιαφερόμενο υποψήφιο αγοραστή. Ο αγοραστής διαθέτει ένα ευρώ, και μ' αυτό το 1€ γίνεται ο νέος ιδιοκτήτης!
Η τρέχουσα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε σε πολύ κακή συγκυρία για τη χώρα και υπό πολύ αντίξοες συνθήκες. Εντός 10 ημερών, με την αξιολόγηση σε εκκρεμότητα, οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να αντλήσουν από την αγορά 10 δισ. €, με αποκλεισμένο από τη διαδικασία της αύξησης τον βασικό μέτοχο, το ελληνικό Δημόσιο καθώς και τους Ελληνες μικροεπενδυτές.
Ξεκίνησε δηλαδή μια ανοιχτή διαδικασία για την άντληση κεφαλαίων, στην οποία μπορούσαν να συμμετάσχουν μόνο ξένοι θεσμικοί επενδυτές. Ωστόσο -και ήταν αναμενόμενο- δεδομένης της δεινής μακροοικονομικής αλλά και πολιτικής κατάστασης της χώρας, οι βασικοί και υγιείς θεσμικοί επενδυτές απουσίαζαν από τη διαδικασία. Για να είμαστε πιο σωστοί, η χώρα μας δεν βρίσκεται καν στον επενδυτικό τους χάρτη. Ετσι, οι μόνοι που έμειναν να συμμετάσχουν στη διαδικασία, ήταν ακραία κερδοσκοπικά hedge funds. Δεν ήταν δηλαδή μια ανοιχτή διαδικασία, όπου η ελεύθερη αγορά με τις προσφορές της καθόρισε μια δίκαιη αποτίμηση. Ήταν μια παρωδία, μια αναγκαστική και πιεστική διαδικασία, κατά την οποία τα  hedge funds αφέθηκαν να οργανώσουν πάρτι με τις ευλογίες τρόικας και κυβέρνησης. Τα hedge funds με τις προσφορές τους καθόρισαν την αξία που θα έμενε στους παλαιούς μετόχους. Οσο πιο μικρή αυτή η αξία, τόσο μεγαλύτερη η αξία των νέων μετοχών που θα αποκτούσαν. Και τα hedge funds χωρίς έλεγχο, χωρίς ανταγωνισμό (το ελληνικό Δημόσιο αλλά και οι εγχώριοι επενδυτές ήταν αποκλεισμένοι από τη διαδικασία) διαμόρφωσαν έτσι τις τιμές, ώστε να μηδενίσουν την αξία που κατείχαν οι παλαιοί μέτοχοι, το ελληνικό Δημόσιο, την περιουσία δηλαδή του Ελληνα φορολογούμενου.
Οι ευθύνες της Τρόικας
Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης καθορίστηκαν από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Η απαγόρευση-περιορισμός συμμετοχής του ελληνικού Δημοσίου στη διαδικασία της αύξησης ήταν λανθασμένη. Και ήταν η καθοριστική παράμετρος για την ατυχή αυτή εξέλιξη. Η μεθόδευση της διαδικασίας ήταν μυωπική και «φθηνή», αν ο στόχος ήταν να βάλει λιγότερα κεφάλαια στις αυξήσεις.
Ήταν άστοχη, άκαιρη και ιδεοληπτική, αν ο στόχος ήταν να ιδιωτικοποιηθούν άμεσα οι τράπεζες.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης
Από πού να αρχίσω; Πώς φτάσαμε μέχρις εδώ; Γιατί χρειάζονται κεφάλαια οι τράπεζες; Γιατί ξαναγυρίσαμε σε ύφεση; Γιατί είχαμε capital controls; Γιατί δεν είχε κλείσει η αξιολόγηση; Γιατί δεν είχε κλείσει το θέμα των πλειστηριασμών; Γιατί η διαδικασία έτρεξε με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ακέφαλη; Ή μήπως γιατί αποκλήθηκε success story;
Θα εστιάσω σε αυτό που έστω και την τελευταία στιγμή θα έπρεπε να είχε κάνει η κυβέρνηση: να διαπραγματευτεί για μια φορά στα σοβαρά! Να διεκδικήσει για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου τη δυνατότητα συμμετοχής στις αυξήσεις κεφαλαίου με στόχο να διατηρήσει το ελληνικό Δημόσιο τα ποσοστά του στις Τράπεζες. Αν το ελληνικό Δημόσιο τοποθετούσε στις αυξήσεις 3 δισ. περισσότερα απ’ όσα τελικά έβαλε, θα μπορούσε να διατηρήσει τα ποσοστά του και να εισπράξει στο μέλλον πολλαπλάσια αξία.
Αντ’ αυτού, πριν από λίγες μέρες «διαπραγματεύονταν σκληρά» για να προστατεύσουν τη δημόσια περιουσία ως εξής: προσπαθούσαν να διασφαλίσουν ότι το Δημόσιο δεν υποχρεούται να πουλήσει τις τραπεζικές μετοχές -μέχρι το 2022 πρέπει να έχει πουλήσει τις μετοχές που κατέχει- παρά μόνον αν η τιμή πώλησης είναι υψηλότερη της τιμής κτήσης. Δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο θα πουλήσει τις μετοχές π.χ. της Eurobank, μόνο εάν και εφόσον η μετοχή της Eurobank  φτάσει σε τιμή 150 φορές μεγαλύτερη από την τιμή της τρέχουσας αύξησης, δηλαδή αν αποκτήσει κεφαλαιοποίηση περίπου 300 δισ. Δηλαδή, ποτέ. Φυσικά η τρόικα έκοψε την τροπολογία, αφού επί της ουσίας σήμαινε πως το Δημόσιο δεν θα πουλούσε τις μετοχές του ποτέ. Αναφέρω αυτό το περιστατικό διότι δείχνει την ποιότητα των προτεραιοτήτων και της επαφής της κυβέρνησης με την πραγματικότητα. Κατά τη γνώμη μου, δεν είχαν πάρει χαμπάρι.
Οι ευθύνες των διοικήσεων των τραπεζών
Οι διοικήσεις των Τραπεζών οπωσδήποτε κατάλαβαν τι γινόταν. Ενημέρωσαν την κυβέρνηση που δεν έχει λόγο να γνωρίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες; Δούλεψαν για το συμφέρον του κύριου μετόχου τους, δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου; Ρευστοποίησαν περιουσία για να μειώσουν τις κεφαλαιακές ανάγκες;
Ας πάρουμε την περίπτωση της Alpha Bank.
Δεν ήταν απαραίτητο να κάνει 2,5 δισ. αύξηση. Μπορούσε η αύξηση να είναι πολύ μικρότερη και να συμπληρώσει τα υπόλοιπα κεφάλαια το ΤΧΣ. Δηλαδή μέσα στα στενά πλαίσια που είχαν καθορίσει οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί υπήρχαν και άλλοι τρόποι να γίνει η αύξηση, με αποτέλεσμα πιθανότατα ευνοϊκότερο για την αξία των παλαιών μετοχών που κατείχε το ελληνικό Δημόσιο. Αυτοί οι τρόποι βέβαια απαιτούσαν μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση από τη μεριά του ελληνικού Δημοσίου. Και ίσως να ήταν το ελληνικό Δημόσιο που αρνήθηκε μια εναλλακτική διαδικασία. Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Εγινε όμως μια τέτοια συζήτηση μεταξύ διοικήσεων τραπεζών και του κύριου μετόχου;
Ας δούμε και την περίπτωση της Εθνικής, μοιάζει με ανέκδοτο.
Η Εθνική τράπεζα έχει ένα πολύ αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο, την Finansbank. Την έχει εκεί στα βάθη της Ανατολής και την καμαρώνει. Η τράπεζα χρεοκοπεί, οι μέτοχοι εξαϋλώνονται και οι διοικήσεις της Εθνικής αγρόν ηγόραζαν. Το σχόλιο δεν αφορά μόνο στην τωρινή διοίκηση αλλά και στην προηγούμενη καθώς και στην αύξηση του 2013.
Η στάση της Εθνικής για τη Finansbank τα χρόνια της κρίσης μοιάζει με την εξής ιστορία: ένας εργολάβος έχτισε μια πολυτελή πολυκατοικία αλλά χρωστά στην τράπεζα που απειλεί να την κατάσχει επειδή δεν εξυπηρετεί το χρέος του. Ο κατασκευαστής δεν διαθέτει κεφάλαια, υπάρχει όμως αγοραστής για το ρετιρέ που προσφέρει τόσα, ώστε να αποπληρώσει το δάνειό του. Λυπάται όμως να το πουλήσει, είναι το διαμάντι του, αν περιμένει θα πιάσει καλύτερη τιμή… Κι έρχεται η μέρα που ολόκληρη η πολυκατοικία βγαίνει σε πλειστηριασμό και την αγοράζει αντί πινακίου φακής ένα hedge fund. Φυσικά μαζί και το ρετιρέ. Οπου πολυκατοικία, βάλτε την Εθνική, όπου ρετιρέ την Finansbank, όπου κατασκευαστής το ελληνικό Δημόσιο, ο μέτοχος δηλαδή. Μόνο που την απόφαση να μην πουληθεί η Finansbank την πήρε το management  της Εθνικής. Τι είπατε; Ανακοίνωσε πριν από δύο εβδομάδες η διοίκηση της Εθνικής πως ΘΑ πουλήσει το φιλέτο; Too little, too late!

Γιατί Μετατρέψιμα Ομόλογα (CoCos)
Στην ανακεφαλαιοποίηση το ελληνικό Δημόσιο έβαλε/θα βάλει 6 δισ. Λαμβάνει μετοχές όμως μόνο για το 1,3 δισ. Τα υπόλοιπα είναι ένα χρηματοοοικονομικό εργαλείο που ονομάζεται Μετατρέψιμα Ομόλογα. Για να μη σας ζαλίσω με τεχνικές λεπτομέρειες, η ουσία είναι η εξής: το ελληνικό Δημόσιο με αυτόν τον τρόπο στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες, αναλαμβάνει το ρίσκο να χάσει τα κεφάλαια αν τα πράγματα πάνε στραβά, αλλά δεν παίρνει την ενδεχόμενη υπεραξία, αν τα πράγματα πάνε καλά. Δεν είναι και τόσο συμφέρον deal όπως το περιγράφω, έχει όμως λόγο ύπαρξης αυτό το εργαλείο. Υπό κατάλληλες συνθήκες μάλιστα είναι η σωστή επιλογή διότι βοηθά τον ιδιώτη μέτοχο της τράπεζας να σταθεί όρθιος σε μια δύσκολη στιγμή και το κράτος έχει και συμφέρον και υποχρέωση να το κάνει. Με Cocos στήριξε και το πορτογαλικό Δημόσιο τις τράπεζες εκεί. Τώρα όμως στην Ελλάδα ο κύριος μέτοχος των τραπεζών δεν είναι ιδιώτης, είναι το Δημόσιο. Αυτό που συνέβη είναι σαν να μπαίνει το κράτος εγγυητής στο δάνειο μιας επιχείρησης και η επιχείρηση με το δάνειο αυτό να αγοράζει κοψοχρονιάς ακίνητο του Δημοσίου που βγαίνει σε πλειστηριασμό.
Είπαμε να στηρίζουμε την επιχειρηματικότητα, τον ιδιωτικό χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος κ.λπ. Αλλά λίγη λογική δεν βλάπτει.
Αναλογιζόμενος τα όσα έγιναν, συνειδητοποιώ οδυνηρά και με πίκρα τι σημαίνει «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας».
Ποιος νοιάζεται
Η Ευρώπη φαίνεται πως είχε δική της ατζέντα. Η κυβέρνησή μας φαίνεται πως είναι άσχετη και επικίνδυνη. Οι διοικήσεις των Τραπεζών φαίνεται να πορεύονται με φτωχό  management και ίσως κι εκείνοι με δική τους ατζέντα. Με δυο λόγια, «όπου φτωχός και η μοίρα του»…
Σημείωση-Επίλογος
Η κριτική και οι απόψεις μου εδράζονται στην υπόθεση πως η χώρα θα ορθοποδήσει και κατ' επέκτασιν οι τράπεζες θα ανακάμψουν και η αξία τους θα αυξηθεί. Βασισμένος σε αυτή την υπόθεση εκτιμώ πως η Ελλάδα έπρεπε σε αυτή την συγκυρία να εισφέρει 9 δισ. € αντί για 6 δισ., διατηρώντας πλειοψηφική συμμετοχή στις τράπεζες.
Αν η κυβέρνηση πιστεύει πως θα τα καταφέρουμε, ότι διεκδικούμε δηλαδή συμμετοχή σε μελλοντικά κέρδη κι όχι ζημιές, είχε νόημα και ήταν συμφέρον να μη χάσει το ελληνικό Δημόσιο την πλειοψηφική του θέση στις τράπεζες.
Αν όμως πιστεύει πως δεν θα τα καταφέρουμε, πως η χρεοκοπία έχει συνέχεια και γι’ αυτό συνέφερε να εγκαταλείψει το ρίσκο των τραπεζών και να τις «χαρίσει» στα hedge funds, τότε ας μετατρέψει τα λιγοστά κεφάλαια που υπάρχουν στα ταμεία της σε γερμανικά ομόλογα για να τα περισώσει. Θα ταιριάζει πιο πολύ και στον τίτλο του έργου που παρακολουθούμε: «Η αποτυχία ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Πηγή: Γιώργος Στρατόπουλος,  protagon

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Νικόλας Σεβαστάκης: Φοβάμαι ότι ο ματαιωμένος αριστερός λαϊκισμός θα φέρει απογοήτευση και κυνισμό



 
Τώρα που ο ριζοσπαστισμός της ευκολίας κατέπεσε, αυτό που βλέπω δεν είναι κάποιος ρεαλισμός της αυτεπίγνωσης, αλλά μια «οπορτουνιστική» τεχνική εξουσίας.
Χωρίς να υπάρξουν πραγματικές εξηγήσεις για τη στροφή του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς δηλαδή τη ρητή αναθεώρηση του προγράμματος (της Θεσσαλονίκης ή των άλλων πολιτικοϊδεολογικών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ), κάποιοι πάνε να κυβερνήσουν παίρνοντας μέτρα, διορίζοντας στελέχη, κάνοντας παρελάσεις κ.λπ. Αριστερός ρεαλισμός για μένα δεν σημαίνει, όμως, να πηδάει κανείς από τη διαρκή κολακεία των κινημάτων στο «κόμμα του κράτους».
Σημαίνει αναγνώριση των δυσκολιών και των ορίων, πολιτική σύνεση και σοβαρή ενασχόληση με ένα πολύ σύνθετο κοινωνικό ζήτημα (κυρίως με το ζήτημα των ανέργων και των επισφαλών εργαζομένων).
• Φοβάστε ότι η κυβέρνηση θα τα κάνει ακόμα χειρότερα ή διατηρείτε μια μικρή ελπίδα ότι ίσως οδηγηθούμε σε κάποιο ξέφωτο;
Φοβάμαι την απογοήτευση και τον κυνισμό. Τις επιπτώσεις τους στο δημόσιο πνεύμα. Η κακή διαχείριση μιας ιστορικής ευκαιρίας («πρώτη φορά Αριστερά») δυναμώνει στην κοινωνία τάσεις μηδενισμού μαζί με την αίσθηση ενός συνολικού αδιεξόδου. Βλέπουμε από την άλλη τι γίνεται στην Ευρώπη ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της: είναι η «στιγμή» των νέων δεξιών λαϊκισμών, όχι μόνο στη συντηρητική Πολωνία αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες και αλλού.
Ανησυχώ, λοιπόν, για το εκκρεμές που μπορεί να πάει από έναν ματαιωμένο αριστερό λαϊκισμό σε μια δεξιά «αντιπολιτική». Δεν θα ήθελα οι αποτυχίες της συριζαϊκής Αριστεράς να γεννήσουν νέο φαρμάκι δημαγωγίας και αντίδρασης: είτε έναν λαϊκοδεξιό πατερναλισμό είτε μια ρηχή ρητορική κατά των άχρηστων κομμάτων και του Δημοσίου.
Να περάσουμε, ας πούμε, από τις ανοησίες του αριστερού ριζοσπαστισμού στην «αλλεργία» για κάθε αριστερή ευαισθησία και μνήμη. Αυτό το φοβάμαι και το απεύχομαι.
Νικόλας Σεβαστάκης, Εφημερίδα Συντακτών 8/11/2015

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΥΣ» ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ



 
Με αφορμή την 42η επέτειο από τη σφαγή στο πολυτεχνείο, αφιερώνεται το ΦΟΒΑΜΑΙ  του Μανόλη  Αναγνωστάκη
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: 11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1990( 25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ)




Ἐπιλογικό Καρλόβασι Σάμου, 30/7/1987


Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε.
 Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό,
 πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα.
Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος.
 Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα.
 Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ.
 Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα.
 Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα.
 Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά.
 Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.