Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ..........


                 

Μια φορά και έναν καιρό, σε χρόνια «δίσεχτα» ζούσε μια οικογένεια με πέντε παιδιά. Αρχές της δεκαετίας του 1950 στο φτωχικό σπιτικό χτύπησε θανατικό και ο χάρος πήρε ό,τι ακριβότερο και πολυτιμότερο ήταν στη φαμελιά: τη μάνα!. Έτσι, μαζί με την απόλυτη φτώχεια και η ορφάνια. Σύντομα η ορφάνια ξεπεράστηκε, η φτώχεια όμως ρίζωσε. Καθημερινά δινόταν η μάχη  για την επιβίωση ( ούτε λόγος για ανεκτό επίπεδο ζωής). Ο αγώνας και η αγωνία για την επιβίωση δημιούργησαν, μεταξύ των παιδιών,  ισχυρούς και ακατάλυτους συναισθηματικούς δεσμούς, μοναδικές και αξεπέραστες βιωματικές εμπειρίες.
Τούτη όμως η ιστορία μας αναφέρεται σε ορισμένες πτυχές της ζωής στα δύο από τα πέντε παιδιά, στα δίδυμα. Τέλη δεκαετίας του ΄50 ξεκίνησαν το σχολείο για τα πρώτα γράμματα. Η αποθήκη- σχολείο υποδέχθηκε τα «πρωτάκια». Σε εκείνο το ερείπιο- κτήριο, τα παιδιά με τα κοντά παντελονάκια κουβαλούσαν τα όνειρα και τις ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Η ελπίδα και η αισιοδοξία, που αποτυπώνονταν στα πρόσωπά τους, ερχόταν σε αντίθεση με το εξωτερικό περιβάλλον της στέρησης και της μαυρίλας. Τα δίδυμα λοιπόν μαζί στο σχολειό, μαζί στο σπίτι μαζί και στη βιοπάλη. Τα πάντα μοιρασμένα!
Ήρθε κάποτε ο καιρός (Σεπτέμβρης 1964) για το Γυμνάσιο. Ο πατέρας- με χρέος -αγόρασε για τα «γυμνασιόπαιδα» τα εντελώς απαραίτητα: από ένα μακρύ παντελονάκι(ντρίλινο), πηλίκιο με έμβλημα τη κουκουβάγια, καθώς και τα πρώτα βιβλία. Άρχισαν έτσι το δρομολόγιο Μακρίσια – Κρέστενα με τα πόδια (οκτώ χιλιόμετρα με επιστροφή). Όλη η οικογένεια καμάρωνε για τα γυμνασιόπαιδα, αφού ήταν τα πρώτα και μόνα παιδιά που μετείχαν της «ανωτέρας» εκπαιδεύσεως!.
Μετά όμως από την Τρίτη Γυμνασίου οι δρόμοι των παιδιών- διδύμων αλλάζουν: Συνεχίζει μόνο το ένα παιδί, το άλλο εγκαταλείπει, για τους λόγους  που πολλά τότε παιδιά αναγκάζονταν να βγουν στη βιοπάλη της ζωής. Έτσι, από τα δεκαπέντε του χρόνια εργάζεται σκληρά, αρχικά ως εργάτης γης και στη συνέχεια εργάτης σε οικοδομές, ήταν οι δουλειές που έκαναν τα περισσότερα αγόρια των φτωχών αγροτικών οικογενειών.
Ο μόνος πλέον μαθητής, με πολλές και ανυπέρβλητες δυσκολίες, κατάφερε να τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο και έβαλε τον ανέφικτο για τα δεδομένα της εποχής  στόχο: την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Αρωγός στην προσπάθειά του αυτή υπήρξε η οικογένεια ενός συγγενούς στη Αθήνα (του Α.Κ.). Εργαζόμενος τώρα στη Αθήνα, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, κατάφερε να πετύχει τον υπέρτατο στόχο: το 1973  εισάγεται στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών! Εννοείται ότι  στον αγώνα αυτό η οικογένεια του στο χωριό ήταν απούσα, δεδομένου ότι βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να προσφέρει ακόμη και τα στοιχειώδη.
Το νήμα της σχολικής ζωής για το άλλο παιδί, που είχε κοπεί στα δεκαπέντε του, συνεχίστηκε μετά το στρατιωτικό του. Ξανασμίγει μετά από επτά χρόνια με τον αδερφό του- εργαζόμενο και φοιτητή στην Αθήνα, και αφού βρίσκει δουλειά, γράφεται  αμέσως στην Τρίτη τάξη σε νυχτερινό σχολείο της Αθήνας, το οποίο όμως ξαναδιακόπτει, λόγω γάμου τούτη φορά, και σε δύο χρόνια ξανασυνεχίζει ως εργαζόμενος, σύζυγος και πατέρας. Το 1983 αφού ολοκληρώσει  το Λύκειο, δίνει εξετάσεις για Πανεπιστήμιο(χωρίς καμία προετοιμασία)  και για λίγα μόρια δεν περνάει στη σχολή της επιλογής του.
 Το 1984 διορίζεται δημόσιος υπάλληλος, με βάση το αντικειμενικό και αδιάβλητο σύστημα των μορίων. Ωστόσο, η λαχτάρα για το Πανεπιστήμιο παραμένει ζωντανή. Με την ίδρυση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου καταθέτει από τους πρώτους αίτηση. Το 2009 γίνεται δεκτός στο Τμήμα του Ελληνικού Πολιτισμού του Ε.Α.Π. και σε τέσσερα ακριβώς χρόνια( 61 πλέον χρόνων) αποφοιτά με άριστα…
Εδώ κάπου σταματάει  η μικρή μας ιστορία με τους πρωταγωνιστές τον Κ.Χ. και Σ.Χ.


  

2 σχόλια:

Sotiris Sotiropoulos είπε...

Η μικρή ιστορία ή μυθιστορηματική αφήγηση, είναι τόσο μεγάλη για να μοιάζει αληθινή... Τόσα πολλά μεγαλεία κρύβει η ζωή που μια τέτοια βιωματική εμπειρία είναι στις δύσκολες μέρες που περνάμε ένας φάρος για τους νέους μας που ξαφνικά βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής ανέχειας και της ηθικής απαξίωσης από την πρόσκαιρη άνεση και καλοζωϊα.
Το φωτεινό παράδειγμα για τα παιδιά μας που χειμάζονται, η ανάμνηση για μας τους μεγαλύτερους αλλά και η απαντοχή για όλους μικρούς και μεγάλους... Το "Άριστα" στα 61 χρόνια, σηματοδοτεί το αξεπέραστο της ανθρώπινης ψυχικής δύναμης. Υποκλίνομαι.
Σωτ Σωτηρόπουλος ΔΙΒΡΗ

Στάθης είπε...

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν άνθρωπο όταν τον τιμούν άνθρωποι καταξιωμένοι σαν τον Σωτήρη Σωτηρόπουλο.
Σε μια εποχή μιζέριας και εσωστρέφειας, όπου οι περισσότεροι από εμάς αδιαφορούμε για το κοινό καλό, ο Σωτήρης και η σύντροφός του εξακολουθούν να υπηρετούν τις παραδοσιακές πανανθρώπινες αξίες, γι αυτό και τα λόγια τους αποκτούν ιδιαίτερη αξία για τον αποδέκτη.
Ευχαριστώ
Στάθης Χ. Χριστοδουλόπουλος