Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Ποιος θα κεράσει απόψε;


                    

     Η συγγραφέας σε εκδήλωση του Αντιπυρηνικού Παρατηρητηρίου στη Ρόδο 21/9/2012

Έλαβα πριν από λίγες ημέρες ένα κείμενο από τη Γιατρό και συγγραφέα Μαρία Αρβανίτη- Σωτηροπούλου με τίτλο ποιος θα κεράσει απόψε; Θεωρώ ότι πρόκειται για μια σύντομη, πλην όμως περιεκτική, μελέτη για τη νεοελληνική φιλοξενία και συντροφικότητα, με τεράστια διδακτική αξία.
Επειδή οποιοδήποτε δικό μου σχόλιο ενδεχομένως να αδικούσε τη συγγραφέα, γιαυτό και  το παραθέτω αυτούσιο, ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να εκτιμήσει την αξία του.


            «Θυμάμαι τη δεκαετία του '60, η μαμά μου να μας προειδοποιεί τις ελάχιστες φορές, που δε μπορούσαν οι μεγάλοι ν' αποφύγουν την οικογενειακή έξοδο.
            -Όταν σας ρωτούν “τι θέλετε;” να κοιτάτε πάντα τον κατάλογο και να παραγγέλνετε το φθηνότερο. Αυτό ίσχυε άσχετα με το ποιος πλήρωνε τελικά το λογαριασμό, αφού σε κανένα δεν έτρεχαν τα λεφτά από τα πατζάκια, αν και όλοι θα έδειχναν παράλογη προθυμία την ώρα της πληρωμής.
            Μεγαλώσαμε και μάθαμε να μπαίνουμε σε ακριβά μαγαζιά, να δοκιμάζουμε παράξενες γεύσεις και μοδάτες διακοσμήσεις, χωρίς να πολυκοιτάζουμε το λογαριασμό. Σε κάποια μάλιστα μαγαζιά -αποθέωση του λάιφ στάιλ- ήταν κοινωνική απρέπεια το να γνωρίζει η γυναίκα πόσα πλήρωσε ο συνοδός κι έτσι φρόντιζαν ο κατάλογος, που της έδιναν να μην έχει καθόλου τιμές!!
            Προχθές βγήκα στην Αθήνα με φίλους και κάτσαμε σε καφετέρια σε στοά, να συνεδριάσουμε σαν ΔΣ . Οι τιμές στον κατάλογο μάλλον φυσιολογικές για καιρό κρίσης.  Κι εγώ τις έψαξα πριν παραγγείλω.
            Έκανε το πρώτο φθινοπωρινό κρύο κι οι περισσότεροι παράγγελναν ζεστά ποτά. Μια νεαρή συναγωνίστρια άνεργη, αφού έψαξε καλά τον κατάλογο, ρώτησε αν έχουν παγωτό και παράγγειλε μια μπάλα.  Πέρασε ευχάριστα η ώρα πριν σημάνει η αποχώρηση.
            Παλιότερα, στο τέλος όλοι θα τσακωνόμαστε ποιος θα πρωτοκεράσει.  Τώρα κάποιος ήδη είχε προπληρώσει τον καφέ του με πρόσχημα ότι θα έφευγε νωρίτερα, αν κι έμεινε μέχρι το τέλος.
Η άνεργη φίλη ξαναελέγχει τον Κατάλογο κι αφήνει πρώτη απ' όλους 1 Ευρώ στο τραπέζι. Έκπληκτη για το αν μπορείς να παραγγείλεις σε Καφέ κάτι με 1 Ευρώ ελέγχω το λογαριασμό, που το είχαν χρεώσει 1,5 Ε, σα χαζή το ανακοινώνω στην ομήγυρη και η κοπέλλα βιάστηκε να καταθέσει άλλο 0,5 Ευρώ στο τραπέζι.
Τελικά κι ενώ ψάχναμε ν ' αθροίσουμε τ' αποκόμματα των επιμέρους λογαριασμών από το ποτηράκι αποδείξεων, κάποιος από την παρέα, σχεδόν με ντροπή κατέθεσε 20 Ευρώ και κάποιος άλλος 10 κι έτσι καλύφθηκε το κόστος του λογαριασμού χωρίς ν' αναγκασθούμε ακόμη να προσχωρήσουμε στο “γερμανικό” σύστημα του “ο καθένας για τον εαυτό του”.
            -Πάλι καλά που δεν εξευρωπαιστήκαμε τόσο! σχέφθηκα καθώς θυμήθηκα το Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας μας στο Μεξικό. Ο Ολλανδός και ο Αυστριακός αντιπρόσωπος κάλεσαν μια Βόσνια και μένα, από την Ελλάδα, σε δείπνο εργασίας. 1993 και στην Ελλάδα ήδη είχαμε την άνεση των πιστωτικών καρτών, ενώ η Βοσνία μόλις έβγαινε από τον πόλεμο. Παραγγείλαμε όλοι κανονικά φαγητό, και ποτό εκτός από τη Βόσνια, που αρκέστηκε στη φθηνότερη σαλάτα του καταλόγου.  Κουβεντιάζαμε για την Ειρήνη στην Ευρώπη και τη φιλία των λαών. Έφθασε ο λογαριασμός και οι “συναγωνιστές” από τα πλούσια κράτη της ΕΕ διαιρούν δια 4 και αφήνουν στη Βοσνία το 1/4 από το βάρος του συνολικού μας χρέους. Αυτό κατά τη γνώμη τους ήταν η δίκαιη μοιρασιά!
            Αυτό το γεγονός το θυμάμαι συχνότερα αφ' ότου ξεκίνησε η Οικονομική μας περιπέτεια. Όλα τα χρόνια της ενασχόλησής μου με την IPPNW κάθε φορά που ξένος ερχόταν στην Ελλάδα ένοιωθα την υποχρέωση να τον τραπεζώσω και να τον φορτώσω με δώρα. Πρόσφατα μόνο κατάλαβα ότι όλοι οι βορειοευρωπαίοι (σε αντίθεση με τους Μεσογειακούς και ειδικά τους Τούρκους) το θεωρούσαν παράλογη ελληνική ιδιοτροπία και γιαυτό και ποτέ δεν ανταπέδιδαν τη χειρονομία.  Πολλοί ακτιβιστές από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είμαστε αναγκασμένοι να τους φιλοξενούμε στα πλαίσια των κοινών μας στόχων. Και αν κάποτε  αυτό ήταν ευκολότερο (πάντα δυσκολότερο απ΄ ότι για εκείνους) τώρα οι συνθήκες το απαγορεύουν.
            Αλλαγή στα πάντα λοιπόν; Περιορισμός στα ψώνια, στην κατανάλωση, στη διασκέδαση. Ρεφενέ πάρτυ σε ταράτσες, γιορτές όπου αντί για δώρο προτείνονται μεζεδάκια και ποτά, και ίσως αργότερα συναντήσεις στα παγκάκια της πλατείας με ποτό από το σπίτι. Το μικρότερο κακό.
            Στη ρημαγμένη μας ζωή, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
            Δε ξεχνώ τη Βούλα, μια φευγάτη πια φίλη, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, που σε καλούς καιρούς μας ιστορούσε νοσταλγικά ότι “Τα καλύτερα γλέντια τα κάναμε στην Κατοχή, με την πείνα!”. Ίσως γιατί η στέρηση είναι τ' αλάτι της ζωής».


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: