Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ: ΤΟ ΓΩΝΙΑΚΟ ΜΑΓΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΨΗΛΟΜΙΣΘΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ- ΑΠΟΚΛΑΥΠΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΩΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΟΥ


Παρά τον ηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό των εργασιών, τα τελωνεία παραμένουν σημεία καθιερωμένων «συναλλαγών» μεταξύ εκτελωνιστών και τελωνειακών υπαλλήλων.
Για τη σημερινή γραφή είχα επιλέξει να κάνω ένα σχόλιο για τα σαράντα χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Ένα όμως τηλεφώνημα από τον αδελφό μου τον Κώστα άλλαξε τη σειρά. «Το διάβασες το ρεπορτάζ της Καθημερινής για τους υπαλλήλους στα τελωνεία;». μου είπε. Όταν το διάβασα διαπίστωσα  το πόσο λάθος κάναμε όλοι εμείς που θεωρούσαμε ότι η διαφθορά σε ορισμένες είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Δεν ξέρω, δεν είδα αν στο πρωινάδικο  του Αυτιά ( τηλεόραση ΣΚΑΪ) προβλήθηκε. Αξίζει, νομίζω, να παρουσιάσω και από τούτη τη στήλη ορισμένα –χαρακτηριστικά, αποσπάσματα από το δημοσίευμα της Λίνας Γιάνναρου στην Καθημερινή27/7/2014.


 ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΥΠ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΕ ΤΕΛΩΝΕΙΟ: «ΜΟΥ ΕΒΑΖΑΝ ΛΕΦΤΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ»
Μην είσαι χαζή, πάρτα, όλοι τα παίρνουν». Πόσες φορές έχει ακούσει αυτή τη φράση, ούτε μπορεί να θυμηθεί. Ηξερε για το «γρηγορόσημο», αλλά πριν πιάσει δουλειά στο τελωνείο (σ.σ.: ένα από τα μεγαλύτερα τελωνεία της χώρας), δεν φανταζόταν την έκταση του φαινομένου. Δεν είχε ούτε μία εβδομάδα στη νέα δουλειά, όταν έγινε το πρώτο περιστατικό: «Με πλησίασαν εκτελωνιστές και μου έβαλαν λεφτά κρυφά στα χέρια. Δεν είχα κάνει κάτι σημαντικό, διεκπεραίωνα έγγραφα. Ηθελαν απλώς να τσεκάρουν αν θα μπω στο κόλπο. Αν τα έπαιρνα, θα έπεφτε σύρμα στους υπόλοιπους ότι ήμουν “δικιά τους”». Η Μ. επέστρεψε αμέσως τα χρήματα. «Τότε κατάλαβαν ότι θα έχουν πρόβλημα μαζί μου». Είχαν, όπως είχε τελικά και η ίδια μαζί τους.

Οι μαρτυρίες που εξασφάλισε και παρουσιάζει σήμερα η «Κ» προκαλούν σοκ. Για πρώτη φορά, τελωνειακοί υπάλληλοι και εκτελωνιστές μιλούν ανοιχτά για όσα απίστευτα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας από τις πιο κρίσιμες υπηρεσίες της χώρας, τις κρατικές πύλες εισόδου και εξόδου εμπορευμάτων και αγαθών.

Το φαινόμενο του χρηματισμού των τελωνειακών υπαλλήλων βρίσκεται στη σκοτεινή πλευρά της δημόσιας διοίκησης. «Ολοι το ξέρουν, αλλά κάνουν τα στραβά μάτια» λέει στην «Κ» η Μ. που διατηρεί την ανωνυμία της για προφανείς λόγους. Ενας από τους βασικούς λόγους είναι ότι τα τελωνεία δεν είναι μια ανοικτή στο κοινό υπηρεσία. Σε επαφή με τους υπαλλήλους έρχονται σχεδόν αποκλειστικά εκτελωνιστές που λειτουργούν για λογαριασμό ιδιωτών. Κατά κανόνα, η αμοιβή των εκτελωνιστών περιλαμβάνει και το «φακελάκι» που θα δοθεί στους τελωνειακούς.

«Το “γρηγορόσημο” ήταν καθεστώς», λέει ο ίδιος που μπήκε στο επάγγελμα τη δεκαετία του ’80. «Βρήκα από τότε ένα σύστημα εντελώς αντίθετο με τις αρχές και την ηθική μου. Για τα πάντα, από μια απλή καταχώριση διασάφησης (σ.σ.: έγγραφο με το οποίο ζητείται η εκτελώνιση ενός εμπορεύματος) μέχρι μια πληρωμή, οι τελωνειακοί κρατούσαν κάποιο ποσό. Η δουλειά μου ήταν να περνάω σωστά τα εμπορεύματα, οπότε ακολούθησα το ισχύον σύστημα με το «γρηγορόσημο». Ποτέ δεν μου είπαν “δώσε για να σε εξυπηρετήσω” αλλά αν θέλανε θα σου βάζανε τρικλοποδιά».

Τριάντα χρόνια μετά, το... έθιμο τηρείται απαρέγκλιτα, αν και η κρίση έχει ρίξει τις τιμές. «Παλιότερα είχα περίπου 60-70 ευρώ έξοδα για μία εισαγωγή, τώρα 30-40 ευρώ. Για μια διασάφηση μπορεί να δώσουμε 5-10 ευρώ σε ελεγκτές και επόπτες». Σύμφωνα με τη Μ., ανάλογα με τη θέση του, ένας υπάλληλος μπορεί να βγάζει από 500 μέχρι 7.000 ευρώ τον μήνα από “γρηγορόσημα”. Ωστόσο, ο απλός υπάλληλος που έβγαζε πριν από λίγα χρόνια 3.000 ευρώ τον μήνα, σήμερα μπορεί να μη βγάζει πάνω από 500 ευρώ. Ενας επόπτης, αντίστοιχα, από τα 15.000 ευρώ τον μήνα, έχει πέσει στα 4.000 ευρώ.

Οπως λένε, όποιος δεν δίνει «γρηγορόσημο», δεν εξυπηρετείται ή ταλαιπωρείται αναίτια. Αλλωστε, τα χρήματα δεν καταβάλλονται για να επισπευσθούν οι διαδικασίες ή να κάνει ο υπάλληλος τα στραβά μάτια για κάποια παράλειψη. «Τα χρήματα δίνονται για να γίνουν οι νόμιμες, απολύτως τυπικές διαδικασίες», τονίζει η Μ. «Δεν είναι ακριβώς διαφθορά, είναι περισσότερο εθιμοτυπικό», σημειώνει ο «Γιώργος». «Οταν βλέπεις μια καταχωρήτρια που πηγαίνει το πρωί και φεύγει το βράδυ, δεν θα της πάρεις ένα σουβλάκι; Δεν θα της δώσεις 40 ευρώ; Από φιλότιμο τα δίνεις». Πολλοί εκτελωνιστές, βέβαια, εκμεταλλεύτηκαν το καθεστώς. «Ζητούν 100 ευρώ αμοιβή από τον πελάτη για έναν εκτελωνισμό και βάζουν 200 ευρώ έξοδα για λαδώματα. Ομως το “γρηγορόσημο” για ένα κοντέινερ ήταν 60 ευρώ και σήμερα 20».

«Μπες στο νόημα»

Η πίεση να μπει η Μ. στο «νόημα» της υπηρεσίας έχει υπάρξει ασφυκτική. «Εκτελωνιστές άφηναν λεφτά στο γραφείο μου και όταν έλεγα “πάρτε παρακαλώ τα χρήματά σας” με κοιτούσαν με απορία. Επέμεναν, έφτανα στο σημείο να τα πετάω στο πάτωμα. “Ελα, για τον καφέ σου” έλεγαν». Καμιά φορά, το ρεπερτόριο άλλαζε: «Πάρτα, μην είσαι χαζή, όλοι τα παίρνουν», «πού θα πάει θα τα πάρεις κι εσύ, όλοι έτσι έκαναν στην αρχή». Την ίδια στιγμή, τον δικό τους πόλεμο έκαναν και αρκετοί συνάδελφοί της. «Θα σε δούμε κι εσένα σε λίγο καιρό, έτσι ήμασταν κι εμείς στην αρχή» έλεγαν βλέποντας την αντίστασή της. Αλλοτε έβγαιναν στην επίθεση: «Ποια νομίζεις ότι είσαι; Δηλαδή εμείς θα είμαστε τα μαύρα πρόβατα και εσύ θα ξεχωρίζεις;» Και μετά πάλι μαλάκωναν: «Γιατί, βρε κορίτσι μου, δεν τα παίρνεις; Δεν είναι τίποτα κακό, όλοι το κάνουν, πάρτα για τον καφέ σου». «Δεν ξέρω πόσους καφέδες πιστεύουν ότι πίνω την ημέρα» σχολιάζει η ίδια.

Οι σκηνές ήταν συχνά σουρεαλιστικές. «Οι συναλλασσόμενοι έκαναν ουρά στα άλλα γραφεία, ενώ εγώ δεν εξυπηρετούσα κανέναν. Είχε πέσει σύρμα από τους συναδέλφους ότι δεν τα παίρνω και προτιμούσαν να περιμένουν στην ουρά παρά να έρθουν σε μένα να τους εξυπηρετήσω. Οταν διαμαρτυρήθηκα και τους είπα γιατί δεν έρχονται σε μένα να κάνουν τη δουλειά τους, κάποιοι, από ντροπή, ήρθαν. Οταν τελειώσαμε, πήγαν κι έδωσαν το “γρηγορόσημο” στους άλλους υπαλλήλους, προφανώς για να μη χαλάσουν την καλή σχέση μαζί τους». Την ίδια στιγμή, στα διπλανά γραφεία, τα συρτάρια ήταν ανοιχτά, σήμα για το «ό,τι προαιρείσθε». «Οι εκτελωνιστές συχνά βάζουν τα χρήματα μόνοι τους εκεί».

Η υπηρεσία έχει τον δικό της κώδικα. «Οι εκτελωνιστές χτυπούν τα κέρματα μες στην τσέπη για να δώσουν το σήμα στον υπάλληλο ότι κάτι θα πάρει» λέει η Μ. «Οι συναλλασσόμενοι ξέρουν πόσο θα δώσουν και σε ποιον. Αν δεν έχουν πάνω τους ψιλά, ζητούν από τον υπάλληλο ρέστα. Κάποιοι τους τα δίνουν με τον μήνα. Κάθε μήνα 300 ευρώ σε κάθε γραφείο. Δεν έχουν όλα τα γραφεία τα ίδια κέρδη. Ολοι θέλουν τα “καλά γραφεία” με τους “καλούς εκτελωνιστές”. Γι’ αυτό οι περισσότεροι μένουν πολλά χρόνια στα ίδια πόστα. Είναι το μαγαζάκι τους. Αν κάποιος προϊστάμενος επιχειρήσει να τους αλλάξει τμήμα γίνεται χαμός, πέφτουν από παντού τηλέφωνα».

Ο χρηματισμός τους συζητιέται ανοιχτά στην υπηρεσία, αντιμετωπίζεται ως κάτι φυσικό. «Κάθε μεσημέρι μετράνε τις εισπράξεις τους, πόσα έβγαλε ο καθένας, ή τις μοιράζουν εάν έχουν κοινό ταμείο» λέει η Μ. «Κάνουν και σχόλια για το αν πήγε καλά ή κακά η μέρα». Θυμάται μια συζήτηση σχετικά με τις μειώσεις μισθών στο Δημόσιο. «Μία υπάλληλος είπε “αδιαφορούμε, εμείς βγάζουμε πολλά περισσότερα εδώ μέσα”». Πολλοί προβάλλουν ως δικαιολογία το κόψιμο των επιδομάτων τους. Για πολλά χρόνια οι τελωνειακοί εισέπρατταν τα λεγόμενα ΔΕΤΕ (Δικαιώματα Εκτέλεσης Τελωνειακών Εργασιών) που κυμαίνονταν από 600 έως 1.250 ευρώ το μήνα. Από το 2008, ο ειδικός λογαριασμός ενσωματώθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή το ποσό που πληρώνουν οι έμποροι για τις εισαγωγές πηγαίνει στο κράτος και όχι στους υπαλλήλους. «Αυτό φυσικά δεν είναι δικαιολογία γιατί και πριν κοπούν τα ΔΕΤΕ το “γρηγορόσημο” έδινε κι έπαιρνε» σχολιάζει η Μ.

Δεν ξέρει για πόσο ακόμα θα αντέξει στην υπηρεσία. «Ισως δεν γίνεται αντιληπτό ότι το δύσκολο δεν είναι να τα πάρεις, το δύσκολο είναι να αρνηθείς να τα πάρεις. Η ψυχολογική πίεση είναι αφόρητη».

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ(Γ΄ΜΕΡΟΣ)- 1984-2014: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

 

Με την επαγγελματική εμπειρία των είκοσι σχεδόν χρόνων, τη διαμορφωμένη ιδεολογική συνείδηση, το αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής μου στο δημόσιο και με τόσα όνειρα που έπρεπε να …..πάρουν εκδίκηση, ξεκίνησα την πορεία μου ως δημόσιος υπάλληλος. Το πολιτικό κλίμα ήταν-ακόμη, πρόσφορο για τη μετατροπή της υπηρεσιακής αγκύλωσης σε δημιουργική προσπάθεια για τον πολίτη.
Όλοι εμείς που είχαμε εισαχθεί στο δημόσιο χωρίς ρουσφέτι, είμαστε διατεθειμένοι και αποφασισμένοι να εξοβελίσουμε από τις υπηρεσίες της τότε Νομαρχίας Ηλείας, κάθε τι το συντηρητικό που έπνιγε τον υπάλληλο και ταλαιπωρούσε τον πολίτη. Γιατί η συναλλαγή, η διαφθορά και η εξουσία του  κάθε υπαλληλίσκου, με την ανοχή ή την ενοχή της υπηρεσιακής ηγεσίας, ήταν φαινόμενα, με ρίζες από την εποχή της απελευθέρωσης και της συγκρότησης του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά τα ηρωικά κατορθώματα του αγώνα, κυριάρχησαν οι δυνάμεις του πλιάτσικου, με πρώτο θύμα τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια.
Η προσπάθεια μας κινήθηκε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Έτσι, ο καθένας από εμάς- απελευθερωμένος από τις δουλείες των υπολοίπων, προσπάθησε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη, όπου οι συνήθεις απαντήσεις προς τους πολίτες ήταν: «δεν είμαι ο αρμόδιος» ή  «ό,τι μου πει ο κ διευθυντής!». Πράγμα που στα απλά ελληνικά σήμαινε ότι για να διεκπεραιώσει ακόμη και την πιο απλή υπόθεση ένας πολίτης έπρεπε να πάει στον κ βουλευτή ή στον  κομματικό παράγοντα. Αυτή η νοοτροπία ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη που φάνταζε σαν φυσικό φαινόμενο. Αν κάποιος τολμούσε να αναδείξει αυτή τη φαυλότητα διέπραττε πειθαρχικό παράπτωμα. Αρνητικό επίσης χαρακτηριστικό ήταν οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι υπηρεσιακές σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων, όπου ο ένας υποψιαζόταν τον άλλον με αποτέλεσμα την αλληλοϋπονόμευση και την έλλειψη της αναγκαίας ενότητας.
Για αλλάξουμε αυτή την κατάσταση, πρότεινα σε λίγους υπαλλήλους να προχωρήσουμε το 1985 στη δημιουργία ενός ενωτικού συλλόγου, που θα τον συγκροτούσαν υπάλληλοι όλων των κατηγοριών και κλάδων ( ο μοναδικός  σε όλη την Ελλάδα). Μέχρι τότε ο κάθε κλάδος και ή κάθε κατηγορία είχαν και από έναν σύλλογο. Στόχος μου- και λιγοστών άλλων υπαλλήλων- ήταν η εξάλειψη αυτών των φαινομένων και όχι το ατομικό βόλεμα και το επιδοματάκι μας .Σε μια εποχή έντονης κομματοκρατίας εμείς αντισταθήκαμε σε φαινόμενα καριερισμού και συνδικαλιστικής συνδιαλλαγής.
Για κάποια χρόνια φάνηκε κάτι να αλλάζει, αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, κυριάρχησαν οι δυνάμεις της φασιστικής ιδιοτέλειας και της φαυλότητας, αλλοτριώνοντας ακόμη και εκείνους που υποτίθεται  είχαν μια αριστερή παιδεία. Έτσι, την σύντομη άνοιξη διαδέχθηκε ο βαρύς χειμώνας που το ατομικιστικό επικράτησε έναντι του συλλογικού προτάγματος. Η κονόμα, το ρουσφέτι και διαφθορά βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Αντίθετα, εμείς οι τόσο λίγοι που αντισταθήκαμε νικηθήκαμε και έτσι μια συλλογική προσπάθεια τελείωσε άδοξα.
Σε ατομικό λοιπόν συνεχίστηκε ο αγώνας. Συνεχής ενημέρωση, με καθημερινή μελέτη όλου του νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου με  στόχο τη γνώση, όχι μόνο των θεμάτων που χειριζόμουνα, αλλά και των αντικειμένων ολόκληρης της   Διεύθυνσης. Καθημερινή ήταν ακόμη και η μελέτη της θεωρίας της Διοικητικής Επιστήμης, με έμφαση στις Γενικές Αρχές που πρέπει να διέπουν τη σχέση Διοίκησης και διοικούμενου. Μόνιμη επιδίωξή μου ήταν η θεωρητική κατάρτιση και η πρακτική γνώση, γι αυτό  και μελετούσα ακόμη επιστημονικά κείμενα- ασυνήθιστο φαινόμενο για έναν απόφοιτο Λυκείου! Για κάποιους θεωρείτο ότι διαπράττω «ύβριν» αφού τολμούσα να αγγίξω τα ιερά και τα όσια των « πορφυρογέννητων».
Μια άλλη εκκρεμότητα που είχα με τη συμβατική εκπαίδευση επιλύθηκε με τη λήψη πτυχίου Α.Ε.Ι. και συνακόλουθα η μετάταξή  μου στην Ανωτάτη κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων.
Έτσι, το επαγγελματικό ταξίδι  μου που ξεκίνησε (πριν από 47 χρόνια) από εργάτης  γης, τερματίστηκε Ευδοκίμως σε ηθικό επίπεδο, ενώ, οι οικονομικές απολαβές, «άστα να πάνε!»   όπως θα έλεγε και η σύντροφος.  
  

  
 

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ (Β ΜΕΡΟΣ)1974- 1984: Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΡΑΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΩΝ.

         




Η μεταπολιτευτική Ελλάδα και ειδικότερα η ο αθηναϊκός λαός ζει μέσα σε μια πραγματική μέθη. Η ελευθερία, η δημοκρατία και η απελευθέρωση από κάθε τι που θεωρείτο συντηρητικό και παρωχημένο ήταν παλλαϊκό αίτημα .
 Η αντιδικτατορική γενιά, με τη φοιτητική νεολαία πρωτοπόρα, αγωνίζεται για την πραγμάτωση οραμάτων της γενιάς της αντίστασης και της γενιάς του 1-1-4. Το σύνθημα για άμεση αποχουντοποίηση συνοδεύεται με το αίτημα της αλλαγής σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Επανακυκλοφορούν απαγορευμένα τραγούδια με πρώτα  του Μίκη Θεοδωράκη, που με τις συναυλίες του  γεμίζει πλατείες και στάδια Ένα ξέσπασμα, σαν ορμητικό ποτάμι, που στο πέρασμα του συμπαρασύρει ό,τι  αντιδραστικό κατάλοιπο του σκοτεινού παρελθόντος.
Νέα πολιτικά κόμματα συγκροτούνται, με το ΠΑΣΟΚ να εκφράζει το πιο ριζοσπαστικό και προοδευτικό τμήμα του λαού, ενώ κορυφαίο πολιτικό γεγονός αποτελεί η νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε, όπου από το 1947 ήταν παράνομο. Πολλά βιβλία εκδίδονται, θεατρικά έργα ανεβαίνουν, οργανώνονται φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών, διαδηλώσεις και πολλές άλλες εκδηλώσεις, ενώ έντονη είναι η πολιτικοποίηση σε όλους τους θεσμούς, ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια.
Μέσα σ αυτό το κλίμα ξεκίνησα τη δεύτερη φάση της επαγγελματικής μου ζωής. Έτσι, αμέσως βρήκα δουλειά σε εργοστάσιο( Νυχτερινή βάρδια), γράφτηκα στο Εσπερινό Γυμνάσιο- Λύκειο, ενώ λίγο αργότερα, με τη μεσολάβηση μιας φίλης, προσελήφθηκα ως κλητήρας σε μια Εταιρεία της  Πειραϊκής- Πατραϊκής. Για ένα σχεδόν χρόνο, εργασία σε εργοστάσιο, στην Εταιρεία και μαθητής εσπερινού σχολείου. Σύνολο καθημερινής απασχόλησης 20 ώρες το 24ωρο!. Πρέπει να υπενθυμίσω ότι αργία ήταν μόνο η Κυριακή. Οι 4 ώρες που απόμεναν έπρεπε να  ξεκουράζομαι, να φροντίζουμε ( με τον Κώστα) το σπίτι και να …..διασκεδάζω.
Αργότερα σταμάτησα από το εργοστάσιο(λόγω υπερκόπωσης), συνέχισα το σχολείο και παρέμεινα (υπάλληλος πια) στην Εταιρεία, μέχρι και το 1984. Δουλειά, οικογένεια, σχολείο και αγώνας, ήταν η ζωή μου στη δεκαετία αυτή. Το τρίπτυχο: δουλειά, μόρφωση και αγώνας έγινε για μένα( και για χιλιάδες νέους της εποχής) τρόπος ζωής.
Φωτεινό παράδειγμα αγωνιστή ήταν του Κώστα, αφού μέσα από ανυπέρβλητες δυσκολίες κατόρθωσε να ξεπεράσει κάθε προσδοκία και να κατακτήσει με το σπαθί του μια ζηλευτή επαγγελματική θέση. Άλλωστε όλα τα μέλη της οικογένειας, ο καθένας με τον τρόπο του, αγωνίστηκαν έντιμα για προκοπή.
27 Ιουλίου 1984 αναρτήθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων στο δημόσιο, όπου διορίστηκα υπάλληλος στο υπουργείο Εσωτερικών με οργανική θέση στην τότε Νομαρχία Ηλείας. Για τη νέα αυτή επαγγελματική περίοδο, στην επόμενη ανάρτηση.    


  

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ




Εικόνα από την οικοδομικη εργασία
 της εποχής


Οργωμα χωραφιου με άλογο
 τη δεκαετία του 1960
 Τούτες τις μέρες τερματίζεται η υπηρεσιακή μου σχέση με το δημόσιο, με την υποβολή της δεύτερης, και οριστικής πλέον, αίτησης παραίτησης. Έτσι ολοκληρώνεται μια επαγγελματική πορεία 47 χρόνων συνεχούς εργασίας. Η 47χρονη παρασχεθείσα εργασία μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: 
Ιούλιος 1967 – Νοέμβριος 1974: Σκληρή και ανασφάλιστη (μαύρη) εργασία.
(Περιλαμβάνεται και η 28μηνη στρατιωτική θητεία).
Δεκέμβριος 1974- Νοέμβριος 1984: Εργασία στον Ιδιωτικό Τομέα
Νοέμβριος 1984- Ιούλιος 2014 : Απασχόληση στο Δημόσιο
Στο σημερινό σημείωμα θα γίνει αναφορά στην πρώτη περίοδο (1967-1974). Μια αναγκαία διευκρίνιση: η πρώτη επαγγελματική περίοδος που συμπίπτει με την εφτάχρονη δικτατορία, δεν μπορεί ούτε και πρέπει να ερμηνευθεί σαν πράξη αντίστασης στη χούντα. Σε παλιότερες εποχές τέτοια σύμπτωση θα ήταν αρκετή για πολιτική καριέρα.
Τον Ιούλιο του 1967, 15χρονος, διέκοψα το γυμνάσιο και έτσι χωρίς ……πρόγραμμα ακολούθησα το επάγγελμα του εργάτη γης. Κανένας δεν υπήρχε στο οικογενειακό περιβάλλον που να ήταν τεχνίτης, επαγγελματίας, ή «μορφωμένος», ούτε αγρότης με ικανό κλήρο, ώστε να μπορούσα να απασχοληθώ σε ένα «αξιοπρεπές» επάγγελμα. Αντίθετα, οι γενικότερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και οι ειδικότερες οικογενειακές, ανάγκαζαν όλα τα μέλη στην οικογένεια να εργάζονται από την τρυφερή ηλικία Ακόμη και ο Κώστας( δίδυμος αδελφός), αν και μαθητής Λυκείου, συμμετείχε στην προσπάθεια για την εξασφάλιση των ελάχιστων μέσων επιβίωσης.
Από το καλοκαίρι λοιπόν του 1967 στη βιοπάλη- όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής- από το πρωί ως το βράδυ εργάτης, αρχικά στα κτήματα και στη συνέχεια σε οικοδομές. Εκείνη την εποχή η εργασία του εργάτη γης και του εργάτη σε οικοδομές ήταν χειρονακτική και σκληρή, γι αυτό απαιτούσε μεγάλη σωματική δύναμη και αντοχή. Μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό τι προσπάθεια χρειαζόταν για ένα δεκαπεντάχρονο και αδύναμο παιδί να σκάβει ή να μεταφέρει μπετό σε μεταλλικό ντενεκέ στον ώμο σε κάθετη σκαλωσιά 10 μέτρων! Πολλές ήταν οι φορές που έτρεμαν τα πόδια ή κοβόταν και η ανάσα από τον «ανταγωνισμό» των επαγγελματιών εργατών, οι οποίοι, εκτός του ότι ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, διέθεταν και την αναγκαία σωματική διάπλαση. Αν όμως κρίνουμε από τα αποτελέσματα, μάλλον τα κατάφερα, αφού δεν είχα στερηθεί του μεροκάματου. Ίδια ήταν και η αγροτική εργασία στα ελάχιστα κτήματα που κατείχε η οικογένεια. Εκεί όμως αισθανόσουν «αφεντικό», ακόμη και όταν το ετήσιο εισόδημα δεν ήταν αρκετό για να ξεχρεωθούμε από τον μπακάλη.
Μια προσπάθεια για να ξεφύγει κάποιος από την καθημερινή μαυρίλα ήταν να γίνει τεχνίτης. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο πριν από τη στρατιωτική θητεία γράφτηκα στην ταχύρρυθμη σχολή του ΟΑΕΔ στον Πύργο( Εξάμηνη φοίτηση), με ειδικότητα χτίστη. Αν και αποφοίτησα με άριστα δεν έγινα ποτέ τεχνίτης, αφού μετά τη σχολή πήγα φαντάρος.
Ακολούθησε η 28μηνη στρατιωτική θητεία, (28 Ιουλίου 1972-28 Νοεμβρίου 1974) η οποία ήταν στην πιο σκληρή περίοδο, αλλά για μένα ήταν λύτρωση, αφού είχα φαγητό, μπάνιο με κρύο νερό και σόμπα στο θάλαμο το χειμώνα. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι είχαν γλυτώσει τα χέρια μου από την αξίνα και ο ώμος μου από τον μεταλλικό ντενεκέ με το τσιμέντο. Ακόμη και τα πιο απεχθή καψόνια φάνταζαν ως χάδι σε ένα εργατόπαιδο από φτωχή αγροτική οικογένεια.
 Το πόσο δύσκολη ήταν η θητεία μου στο στρατό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι 15 μήνες υπηρέτησα στο Μπουραζάνι Κόνιτσας( ελληνοαλβανικά σύνορα) χωρίς να πάρω άδεια, λόγω οικονομικής αδυναμίας. Αν δεν υπήρχε και η μηνιαία οικονομική βοήθεια από τον Κώστα( εννοείται από το υστέρημα του, αφού ήταν εργαζόμενος και φοιτητής Νομικής πλέον . Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα) δεν θα είχα πάρει καμία ημέρα άδεια.

Πολλά θα μπορούσα να γράψω για τη στρατιωτική θητεία, η σημερινή όμως στήλη έχει άλλο σκοπό, να αναδείξει ορισμένες πτυχές από τη σχεδόν 50χρονη επαγγελματική μου διαδρομή. Η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση.










Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ

 
Τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια ο όρος «συντεχνία» έχει ενταχθεί στο δημόσιο λόγο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ομάδα (συνήθως προνομιούχων υπαλλήλων στις λεγόμενες ΔΕΚΟ) που υπερασπίζονται τα προνόμια τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την υπόθεση της ΔΕΗ, η φράση «συντεχνία» επανέρχεται στην τρέχουσα πολιτική ορολογία.
Η Συντεχνία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό, αφορούσε επαγγελματίες, τεχνίτες και εμπόρους, που διέθεταν γνώση και τεχνικέ, δραστηριοποιούνταν σε αστικές περιοχές και κατείχαν δεσπόζουσα θέση στο κράτος.
Για να καταδείξω τον ξεχωριστό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ρόλο καθώς και την ιστορία του θεσμού, αντλώ πληροφορίες από μια παλαιότερη μελέτη μου για τις συντεχνίες στην παραδοσιακή κοινωνία
«Η συνοχή και το αίσθημα ασφάλειας μεταξύ των μελών τους, η αλληλεγγύη και η συνεργασία αποτελούν χαρακτηριστικά της συντεχνίας, όπως ακριβώς και της κοινότητας. Αντίστοιχα με την κοινοτική λειτουργία, έτσι και η συντεχνιακή, που ήταν γνώρισμα των αστικών κέντρων, ρύθμιζε την τοπική αγορά. Η συντεχνία, σινάφι ή εσνάφι, αποτέλεσε μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και αφορούσε κυρίως το χώρο της βιοτεχνίας και του εμπορίου, χωρίς να αποκλείονται εργασίες πρωτογενούς τομέα. Πέρα από το αντικείμενο της εργασίας τους, οι συντεχνίες είχαν ενεργό κοινωνικό ρόλο και ασκούσαν ευεργετικό έργο στον τόπο τους.
Η συντεχνία στηρίχτηκε από το οθωμανικό κράτος για λόγους φορολογικούς. Μέσω των συντεχνιών το κράτος είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την οικονομική ζωή και είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο αναλάμβανε πρωτοβουλίες σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία βιοτεχνιών και καταστημάτων και γενικότερα καθόριζε τον τρόπο διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων. Τα μέλη τους είχαν απόλυτη στήριξη, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο και μάλιστα οι συντεχνίες μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο όσοι επέλεγαν να είναι ανεξάρτητοι, συνήθως ήταν πολύ φτωχοί και αδύναμοι.
Για κάθε προϊόν υπήρχε η αντίστοιχη συντεχνία, η οποία είχε αναλάβει τη ρύθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων, από το ύψος των μισθών μέχρι και τις τιμές πώλησης. Ωστόσο, σε επαγγέλματα όπου απασχολούνταν λίγοι εργαζόμενοι ή τα επαγγέλματα ήταν παρεμφερή, ιδρύονταν μικτές συντεχνίες (π.χ. τουφεκτζήδων, χαλκιάδων, καλαϊτζήδων, αλμπάνηδων). Κάθε μια απ' αυτές ήταν καλά οργανωμένη, είχε συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία. Τα εργαστήρια των συντεχνιών αποτελούσαν ο μάστορας (ustra), ο κάλφας, που ήταν βοηθός του μάστορα (kalfa) και το τσιράκι, ο μαθητευόμενος (cirak). Για να ανέλθει κάποιος από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα αυτής της κλίμακας και να γίνει μέλος της συντεχνίας έπρεπε να εργαστεί κοντά σ' έναν μάστορα και να μάθει την τέχνη ώστε να κριθεί ικανός. Τα τσιράκια άρχιζαν να εργάζονται σε ηλικία 7-10 ετών και έκαναν τις πιο βαριές και δύσκολες δουλειές για τουλάχιστον τρία χρόνια, έως ότου κρινόταν από το μάστορα ότι μπορούσαν να «προαχθούν». Κάποιοι μάστορες εκμεταλλεύονταν τα τσιράκια, που δεν έπαιρναν αμοιβή, αλλά ζούσαν με τα φιλοδωρήματα και τη δωρεάν διαμονή και διατροφή, κρατώντας τα σ' αυτή τη θέση για πολλά χρόνια. Για τους καλφάδες προβλεπόταν μισθός.
Ο μάστορας έπρεπε ν' απευθυνθεί στη συντεχνία για οποιαδήποτε μεταβολή στο εργαστήριό του, π.χ. την προαγωγή ή μετακίνηση τσιρακιού ή κάλφα. Για την προαγωγή του κάλφα προβλεπόταν ειδική τελετή και η καταβολή από το νέο μάστορα της «φιλειάς» ή «μαστοριάς». Όμως τα πράγματα δεν ήταν απλά για το νέο μάστορα, καθώς τα επαγγέλματα ήταν κλειστά και προηγούνταν οι γιοι μαστόρων ως προς την έναρξη λειτουργίας εργαστηρίων. Τα εργαστήρια ήταν συγκεντρωμένα στην ίδια περιοχή ή γειτονιά και έτσι ήταν δυνατόν και χωροταξικά να ελέγχεται η παραγωγή, η ποιότητα και η τιμή πώλησης του προϊόντος, ενώ παράλληλα τα μέλη των συντεχνιών ανέπτυσσαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Ορισμένες συντεχνίες ήταν μεικτές ως προς τη θρησκευτική πίστη των μελών τους, αλλά στις περισσότερες επιβάλλεται καταστατικά η ομοδοξία. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν ήταν αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας. Αντίθετα υπήρχαν συντεχνίες όπου όλα τα μέλη ήταν γυναίκες.
Η συντεχνία διοικούνταν από συμβούλιο τριών έως και δώδεκα μελών. Επικεφαλής ήταν ένας ή δύο πρωτομάστορες, που εκλέγονταν από τη γενική συνέλευση και είχαν μονοετή ή πολυετή θητεία. Η εκλογή αυτή έπρεπε να επικυρωθεί από τις αρχές και να ευλογηθεί από το μητροπολίτη. Όταν ο πρωτομάστορας οριζόταν απευθείας από τις αρχές, ονομαζόταν κεχαγιάς. Όπως στις κοινότητες, έτσι και στις συντεχνίες οι διοικούντες αποκτούσαν δύναμη και κύρος. Ο πρωτομάστορας και οι γέροντες δεν ασκούσαν έλεγχο μόνο όσον αφορά στην εργασία των μελών της συντεχνίας, αλλά και στην κοινωνική τους ζωή και δράση. Κυρίως εξασφάλιζαν το ότι τα μέλη τηρούσαν τους κανόνες αμοιβαίας αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Οι συντεχνίες στήριζαν έμπρακτα τα μέλη τους όταν είχαν ανάγκη. Μάλιστα, τα ταμεία τους ήταν τόσο γεμάτα ώστε να μπορούν να δανείζουν έντοκα όχι μόνο μέλη τους αλλά και κατοίκους της πόλης. Παράλληλα, ανέπτυσσαν πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Γενικά, οι ισχυρές οικονομικά συντεχνίες μπορούσαν ν' ασκήσουν επιρροή στα πολιτικά πράγματα.
Τόσο το κράτος όσο και τα μέλη των συντεχνιών προσπαθούσαν ν' αποτρέψουν προσπάθειες ανταγωνισμού, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Το κράτος έπρεπε να διατηρήσει τις ισορροπίες, ώστε να συνεχίσει να ελέγχει την οικονομική ζωή και οι βιοτέχνες και καταστηματάρχες να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της επαγγελματικής τους ύπαρξης. Έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σουλτάνος εξέδιδε φιρμάνια και οι συντεχνίες διακηρύξεις κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. Με κάθε τρόπο ήθελαν να «αποτρέψουν μεμονωμένους μάστορες να μετατραπούν σε κεφαλαιούχους, προκειμένου να υπάρχει ισότητα στην παραγωγή και το εμπόριο».
Θέλοντας να διατηρήσουν τις οικονομικές ισορροπίες, οι συντεχνίες ήλεγχαν την κινητικότητα των μελών των εργαστηρίων, καθόριζαν το κόστος παραγωγής των προϊόντων, αποφάσιζαν την κατανομή των αγορών, καθόριζαν τις πηγές εφοδιασμού πρώτων υλών και σε συνεργασία με την κρατική και κοινοτική εξουσία όριζαν τις μέγιστες τιμές. Ακόμη, φρόντιζαν για τη διατήρηση των παραδοσιακών μεθόδων στην κατασκευή των προϊόντων.
Η Εκκλησία, όπως και στις κοινότητες, έτσι και στις συντεχνίες έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Από τη μια πλευρά οι συντεχνίες στήριζαν την Εκκλησία με το φιλανθρωπικό τους έργο και από την άλλη, ο μητροπολίτης λειτουργούσε ως ενδιάμεσος ώστε να επιλύονται εσωτερικά προβλήματα, αλλά και στην επαφή των μαστόρων με την κεντρική εξουσία. Οι συντεχνίες συμμετείχαν ενεργά και στην πολιτική ζωή της Εκκλησίας, καθώς εκπρόσωποί τους ήταν κριτές σε υποθέσεις του Αγίου Όρους, ήλεγχαν τα οικονομικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ μετείχαν και στη διαδικασία εκλογής του Πατριάρχη.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι στα αστικά κέντρα δραστηριοποιούνταν και επαγγελματίες εκτός των συντεχνιών, αφού δεν ήταν υποχρεωτικό να είναι μέλη. Η παράλληλη αυτή παραγωγή ήταν ανταγωνιστική και «ως προς το κόστος παραγωγής και ως προς την πολιτική των τιμών». Με την πάροδο των χρόνων, όταν πια άρχισαν ν' απελευθερώνονται ελληνικές περιοχές, αναπτύχθηκαν οι εισαγωγές και η κεφαλαιοκρατική οργάνωση της οικονομίας, η παραγωγή άρχισε να εκβιομηχανίζεται και ο ανταγωνισμός επικράτησε στην αγορά, οι συντεχνίες άρχισαν να φθίνουν μέχρι το σημείο να εξαφανιστούν.