Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ

 
Τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια ο όρος «συντεχνία» έχει ενταχθεί στο δημόσιο λόγο. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ομάδα (συνήθως προνομιούχων υπαλλήλων στις λεγόμενες ΔΕΚΟ) που υπερασπίζονται τα προνόμια τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την υπόθεση της ΔΕΗ, η φράση «συντεχνία» επανέρχεται στην τρέχουσα πολιτική ορολογία.
Η Συντεχνία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό, αφορούσε επαγγελματίες, τεχνίτες και εμπόρους, που διέθεταν γνώση και τεχνικέ, δραστηριοποιούνταν σε αστικές περιοχές και κατείχαν δεσπόζουσα θέση στο κράτος.
Για να καταδείξω τον ξεχωριστό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ρόλο καθώς και την ιστορία του θεσμού, αντλώ πληροφορίες από μια παλαιότερη μελέτη μου για τις συντεχνίες στην παραδοσιακή κοινωνία
«Η συνοχή και το αίσθημα ασφάλειας μεταξύ των μελών τους, η αλληλεγγύη και η συνεργασία αποτελούν χαρακτηριστικά της συντεχνίας, όπως ακριβώς και της κοινότητας. Αντίστοιχα με την κοινοτική λειτουργία, έτσι και η συντεχνιακή, που ήταν γνώρισμα των αστικών κέντρων, ρύθμιζε την τοπική αγορά. Η συντεχνία, σινάφι ή εσνάφι, αποτέλεσε μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και αφορούσε κυρίως το χώρο της βιοτεχνίας και του εμπορίου, χωρίς να αποκλείονται εργασίες πρωτογενούς τομέα. Πέρα από το αντικείμενο της εργασίας τους, οι συντεχνίες είχαν ενεργό κοινωνικό ρόλο και ασκούσαν ευεργετικό έργο στον τόπο τους.
Η συντεχνία στηρίχτηκε από το οθωμανικό κράτος για λόγους φορολογικούς. Μέσω των συντεχνιών το κράτος είχε τη δυνατότητα να ελέγχει την οικονομική ζωή και είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο αναλάμβανε πρωτοβουλίες σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία βιοτεχνιών και καταστημάτων και γενικότερα καθόριζε τον τρόπο διακίνησης και διάθεσης των προϊόντων. Τα μέλη τους είχαν απόλυτη στήριξη, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο και μάλιστα οι συντεχνίες μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο όσοι επέλεγαν να είναι ανεξάρτητοι, συνήθως ήταν πολύ φτωχοί και αδύναμοι.
Για κάθε προϊόν υπήρχε η αντίστοιχη συντεχνία, η οποία είχε αναλάβει τη ρύθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων, από το ύψος των μισθών μέχρι και τις τιμές πώλησης. Ωστόσο, σε επαγγέλματα όπου απασχολούνταν λίγοι εργαζόμενοι ή τα επαγγέλματα ήταν παρεμφερή, ιδρύονταν μικτές συντεχνίες (π.χ. τουφεκτζήδων, χαλκιάδων, καλαϊτζήδων, αλμπάνηδων). Κάθε μια απ' αυτές ήταν καλά οργανωμένη, είχε συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία. Τα εργαστήρια των συντεχνιών αποτελούσαν ο μάστορας (ustra), ο κάλφας, που ήταν βοηθός του μάστορα (kalfa) και το τσιράκι, ο μαθητευόμενος (cirak). Για να ανέλθει κάποιος από την κατώτερη στην ανώτερη βαθμίδα αυτής της κλίμακας και να γίνει μέλος της συντεχνίας έπρεπε να εργαστεί κοντά σ' έναν μάστορα και να μάθει την τέχνη ώστε να κριθεί ικανός. Τα τσιράκια άρχιζαν να εργάζονται σε ηλικία 7-10 ετών και έκαναν τις πιο βαριές και δύσκολες δουλειές για τουλάχιστον τρία χρόνια, έως ότου κρινόταν από το μάστορα ότι μπορούσαν να «προαχθούν». Κάποιοι μάστορες εκμεταλλεύονταν τα τσιράκια, που δεν έπαιρναν αμοιβή, αλλά ζούσαν με τα φιλοδωρήματα και τη δωρεάν διαμονή και διατροφή, κρατώντας τα σ' αυτή τη θέση για πολλά χρόνια. Για τους καλφάδες προβλεπόταν μισθός.
Ο μάστορας έπρεπε ν' απευθυνθεί στη συντεχνία για οποιαδήποτε μεταβολή στο εργαστήριό του, π.χ. την προαγωγή ή μετακίνηση τσιρακιού ή κάλφα. Για την προαγωγή του κάλφα προβλεπόταν ειδική τελετή και η καταβολή από το νέο μάστορα της «φιλειάς» ή «μαστοριάς». Όμως τα πράγματα δεν ήταν απλά για το νέο μάστορα, καθώς τα επαγγέλματα ήταν κλειστά και προηγούνταν οι γιοι μαστόρων ως προς την έναρξη λειτουργίας εργαστηρίων. Τα εργαστήρια ήταν συγκεντρωμένα στην ίδια περιοχή ή γειτονιά και έτσι ήταν δυνατόν και χωροταξικά να ελέγχεται η παραγωγή, η ποιότητα και η τιμή πώλησης του προϊόντος, ενώ παράλληλα τα μέλη των συντεχνιών ανέπτυσσαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Ορισμένες συντεχνίες ήταν μεικτές ως προς τη θρησκευτική πίστη των μελών τους, αλλά στις περισσότερες επιβάλλεται καταστατικά η ομοδοξία. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι οι γυναίκες δεν ήταν αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας. Αντίθετα υπήρχαν συντεχνίες όπου όλα τα μέλη ήταν γυναίκες.
Η συντεχνία διοικούνταν από συμβούλιο τριών έως και δώδεκα μελών. Επικεφαλής ήταν ένας ή δύο πρωτομάστορες, που εκλέγονταν από τη γενική συνέλευση και είχαν μονοετή ή πολυετή θητεία. Η εκλογή αυτή έπρεπε να επικυρωθεί από τις αρχές και να ευλογηθεί από το μητροπολίτη. Όταν ο πρωτομάστορας οριζόταν απευθείας από τις αρχές, ονομαζόταν κεχαγιάς. Όπως στις κοινότητες, έτσι και στις συντεχνίες οι διοικούντες αποκτούσαν δύναμη και κύρος. Ο πρωτομάστορας και οι γέροντες δεν ασκούσαν έλεγχο μόνο όσον αφορά στην εργασία των μελών της συντεχνίας, αλλά και στην κοινωνική τους ζωή και δράση. Κυρίως εξασφάλιζαν το ότι τα μέλη τηρούσαν τους κανόνες αμοιβαίας αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Οι συντεχνίες στήριζαν έμπρακτα τα μέλη τους όταν είχαν ανάγκη. Μάλιστα, τα ταμεία τους ήταν τόσο γεμάτα ώστε να μπορούν να δανείζουν έντοκα όχι μόνο μέλη τους αλλά και κατοίκους της πόλης. Παράλληλα, ανέπτυσσαν πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Γενικά, οι ισχυρές οικονομικά συντεχνίες μπορούσαν ν' ασκήσουν επιρροή στα πολιτικά πράγματα.
Τόσο το κράτος όσο και τα μέλη των συντεχνιών προσπαθούσαν ν' αποτρέψουν προσπάθειες ανταγωνισμού, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Το κράτος έπρεπε να διατηρήσει τις ισορροπίες, ώστε να συνεχίσει να ελέγχει την οικονομική ζωή και οι βιοτέχνες και καταστηματάρχες να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της επαγγελματικής τους ύπαρξης. Έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο σουλτάνος εξέδιδε φιρμάνια και οι συντεχνίες διακηρύξεις κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού. Με κάθε τρόπο ήθελαν να «αποτρέψουν μεμονωμένους μάστορες να μετατραπούν σε κεφαλαιούχους, προκειμένου να υπάρχει ισότητα στην παραγωγή και το εμπόριο».
Θέλοντας να διατηρήσουν τις οικονομικές ισορροπίες, οι συντεχνίες ήλεγχαν την κινητικότητα των μελών των εργαστηρίων, καθόριζαν το κόστος παραγωγής των προϊόντων, αποφάσιζαν την κατανομή των αγορών, καθόριζαν τις πηγές εφοδιασμού πρώτων υλών και σε συνεργασία με την κρατική και κοινοτική εξουσία όριζαν τις μέγιστες τιμές. Ακόμη, φρόντιζαν για τη διατήρηση των παραδοσιακών μεθόδων στην κατασκευή των προϊόντων.
Η Εκκλησία, όπως και στις κοινότητες, έτσι και στις συντεχνίες έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Από τη μια πλευρά οι συντεχνίες στήριζαν την Εκκλησία με το φιλανθρωπικό τους έργο και από την άλλη, ο μητροπολίτης λειτουργούσε ως ενδιάμεσος ώστε να επιλύονται εσωτερικά προβλήματα, αλλά και στην επαφή των μαστόρων με την κεντρική εξουσία. Οι συντεχνίες συμμετείχαν ενεργά και στην πολιτική ζωή της Εκκλησίας, καθώς εκπρόσωποί τους ήταν κριτές σε υποθέσεις του Αγίου Όρους, ήλεγχαν τα οικονομικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ μετείχαν και στη διαδικασία εκλογής του Πατριάρχη.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι στα αστικά κέντρα δραστηριοποιούνταν και επαγγελματίες εκτός των συντεχνιών, αφού δεν ήταν υποχρεωτικό να είναι μέλη. Η παράλληλη αυτή παραγωγή ήταν ανταγωνιστική και «ως προς το κόστος παραγωγής και ως προς την πολιτική των τιμών». Με την πάροδο των χρόνων, όταν πια άρχισαν ν' απελευθερώνονται ελληνικές περιοχές, αναπτύχθηκαν οι εισαγωγές και η κεφαλαιοκρατική οργάνωση της οικονομίας, η παραγωγή άρχισε να εκβιομηχανίζεται και ο ανταγωνισμός επικράτησε στην αγορά, οι συντεχνίες άρχισαν να φθίνουν μέχρι το σημείο να εξαφανιστούν.








Δεν υπάρχουν σχόλια: